Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Μια περιπετειώδης συνεργασία με τον James Stanfield


3 Ιουλίου 1998: Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού αποχαιρέτησα τον James Stanfield χωρίς να γνωρίζουμε αν θα ήταν αυτή, η τελευταία μας συνάντηση. Νομίζω πως, μας διακατείχε μεγάλη ικανοποίηση και ταυτόχρονα συγκρατημένος ενθουσιασμός. Ικανοποίηση, γιατί είχαμε φτάσει στο τέλος της αποστολής μας που ισοδυναμούσε με το 70% του αφιερώματος στην αρχαία Ελλάδα. Συγκρατημένος ενθουσιασμός, γιατί το υπόλοιπο 30% δηλ. η επιλογή των φωτογραφιών, η συγγραφή των κειμένων, η έκδοση του αφιερώματος ήταν τα επόμενα στάδια που όμως ξεφεύγανε από τις αρμοδιότητές μας.
Νωρίτερα, ένας μικρός απολογισμός έδειξε πως ο James Stanfield δαπάνησε ένα τρίμηνο να προετοιμαστεί μελετώντας την ανάλογη βιβλιογραφία πάνω στην Ελλάδα, και ένα εξάμηνο να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας, κατά τη διάρκεια του οποίου, χρησιμοποίησε 1.100 films, για να κάνει περίπου 39.000 λήψεις, δηλ. περίπου 39.000 έγχρωμες φωτογραφίες. Από αυτές, μόλις εξήντα τρεις φωτογραφίες εκδόθηκαν ενάμισι χρόνο αργότερα, στα τρία αφιερώματα του αμερικάνικου περιοδικού National Geographic (Δεκέμβριο 1999, Φεβρουάριο και Μάρτιο 2000) που κάλυψε έκταση 94 τυπωμένων σελίδων.
Το βράδυ της 12ης Αυγούστου 1997 δεχόμουν το πρώτο τηλεφώνημα του Jim στο γραφείο μου και λίγο αργότερα το πρώτο fax που μου έγραφε πως είχε τη διαίσθηση ότι η μεταξύ μας συνεργασία θα πήγαινε καλά και θα ξεπερνούσε κάποιες δυσκολίες που είχε συναντήσει. Αποδείχτηκε πως δεν είχε άδικο. Είχα δύο εβδομάδες να προετοιμάσω το πρώτο μας ταξίδι, όπως και κάθε ταξίδι που ακολούθησε για τον επόμενο χρόνο, που έπρεπε να έχει ολοκληρώσει την αποστολή του. Θα φωτογράφιζε αρχαιότητες (αρχαιολογικούς χώρους και εκθέματα στις προθήκες των μουσείων), έθιμα που ξεκινούν από την αρχαιότητα και επιβιώνουν στις μέρες μας και εξαιρετικά στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής.
Αναφορικά στην φωτογράφηση των αρχαιοτήτων, θα εξασφαλίζαμε τις άδειες από τους αρμόδιους αρχαιολόγους, θα συνεννοούμεθα με τους φύλακες για τις ώρες φωτογράφησης και θα τους ενημερώναμε για τα εξαρτήματα ή τους τρόπους φωτογράφησης. Στη λίστα συμπεριλαμβάνονταν το Μουσείο της Ακρόπολης, το Εθνικό Αρχαιολογικό της Αθήνας, τα Μουσεία του Κεραμικού, της Κορίνθου, των Μυκηνών, του Ναυπλίου, της Επιδαύρου, του Άργους, της Σπάρτης, του Πειραιά της Πύλου, της Ολυμπίας, της Ερέτριας, των Δελφών, της Πέλλας, της Βεργίνας, της Μυκόνου, της Δήλου, της Νάξου, της Θεσσαλονίκης. Ακόμη, έπρεπε να πετάξουμε με ελικόπτερο πάνω από τον Παρθενώνα και να φωτογραφήσουμε το μνημείο σε ύψος 500 μέτρων και πλαγίως επίσης σε απόσταση 500 μέτρων αφού πρώτα έχουμε τη συγκατάθεση της αρμόδιας στρατιωτικής αρχής.
Αναφορικά στα έθιμα, έπρεπε να ψάξουμε στους ελαιώνες της Άμφισσας, της Σπάρτης, της Καλαμάτας και την κατάλληλη εποχή να επιστρέψουμε ώστε να φωτογραφήσουμε παραδοσιακούς τρόπους περισυλλογής της ελιάς και παραδοσιακά λιοτρίβια. Να ψάξουμε, και την κατάλληλη εποχή να επιστρέψουμε για τον τρύγο σε παραδοσιακά πατητήρια που ανακαλύψαμε στα χωριά της Πάρου, στο Μέτσοβο, στα Ζαγοροχώρια. Να μάθουμε λεπτομέρειες ώστε να μπορέσουμε να φωτογραφήσουμε την θυσία του ταύρου, ένα αρχαίο έθιμο που ακόμη διατηρείται καλά ριζωμένο στις συνειδήσεις των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής στην Μυτιλήνη. Να ταξιδέψουμε στον Όλυμπο να βρούμε την πηγή της Περσεφόνης στη θέση Βροντού, όπου οι κάτοικοι ακόμη μέχρι σήμερα κρεμάνε πολύτιμα αντικείμενα στα δέντρα γύρω από την πηγή της Αγίας Κόρης.
Στη σκέψη μου επέστρεφαν οι εικόνες που είχα αποτυπώσει στα χρόνια των αρχαιολογικών σπουδών μου. Αναζητούσαμε να ζωντανέψουμε αυτό που έβλεπε ο ζωγράφος του Αντιμένη όταν κοντά στο 530 π.Χ. ζωγράφισε στον ερυθρόμορφο αμφορέα το Μάζεμα της Ελιάς, ή την πώληση του λαδιού. Αυτό που έβλεπε ο ζωγράφος του Άμαση κοντά στο 540 π.Χ. όταν ζωγράφισε στον ερυθρόμορφο αμφορέα τον Διόνυσο και τους Σάτυρους στον τρύγο. Αυτό που ενέπνευσε τον μαθητή από την ομάδα του Πολύγνωτου κοντά στα 420 π.Χ. να ζωγραφίσει πάνω στον κρατήρα τον Θησέα να συγκρατεί τον Ταύρο υπό το βλέμμα του Αιγέα και της Μήδειας και το ζωγράφο της Πενθεσίλειας την ηρωίδα του να οδηγεί τον ταύρο προς τη σφαγή. Αυτό, που παρακίνησε το ζωγράφο από την ομάδα του Βερολίνου να απεικονίσει στην οινοχόη τον Σάτυρο που επιτίθεται στο δέντρο με τις κρεμαστές οινοχόες.
Ακόμη, έπρεπε να ταξιδέψουμε στη Θεσσαλία και την Καβάλα να φωτογραφήσουμε τον απόγονο του Βουκεφάλα. Στον Νότη Παπαδόπουλο (Νέα, 29 Ιανουαρίου 2000), ο James Stanfield εξηγούσε «Για να κάνω μια φωτογραφία του Βουκεφάλα, άρχισα δύο μέρες στις τρεισήμισι το πρωί. Μεταφέραμε το άλογο, που σύμφωνα με τις περιγραφές μοιάζει στον Βουκεφάλα, σε ένα λιβάδι κάτω από τον Όλυμπο και το αφήσαμε να τρέξει. Ξαφνικά έσκασε ο ήλιος ρίχνοντας τις πρώτες του ακτίνες πάνω στο βουνό των θεών. Στο καρέ της φωτογραφίας είναι αποτυπωμένο τόσο το άλογο που τρέχει ξέγνοιαστο όσο και το βουνό που αρχίζει να αχνοφαίνεται. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό».
Όμως, η αποστολή μας είχε και άλλα ενδιαφέροντα σημεία που μεγάλωναν την περιπέτεια. Έπρεπε να σκαρφαλώσουμε με τους αναρριχητές στα αρχαία λατομεία της Πεντέλης απ’ όπου οι πρόγονοί μας έκοβαν κύβους τα μάρμαρα για να τα μεταφέρουν στην Ακρόπολη. Να ταξιδέψουμε στην Σκύρο όπου η Λατρεία του Διονύσου έχει περάσει ατόφια στην τελετουργία του αποκριάτικου καρναβαλιού. Να μάθουμε κάθε λεπτομέρεια για την προετοιμασία και την εξέλιξη του εθίμου αφού αν είμαστε απροετοίμαστοι και κάτι μας ξέφευγε, θα έπρεπε να επαναλάβει τη φωτογράφηση ένα χρόνο αργότερα.
Στην Ολυμπία, ο James Stanfield φωτογράφισε την τελετή για το άναμμα της φλόγας εν όψη των χειμερινών Ολυμπιακών αγώνων του ’98 στην Οσάκα και τις νεαρές ιέρειες που κάποια από αυτές θα έφερνε κάτι από την ομορφιά της αρχαίας Ελένης. Αναζητήσαμε από τους παλιούς Ολυμπιονίκες της ελληνορωμαϊκής το Στέλιο Μηγιάκη και από τους νεότερους ακοντιστές τον Κώστα Κατσιούδη, που ατυχώς έλειπε στο εξωτερικό συμμετέχοντας σε παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ταξιδέψαμε με αεροπλάνα, νοικιάσαμε ελικόπτερο και αυτοκίνητα, πλεύσαμε στο Αιγαίο, ιππεύσαμε όμορφα άλογα, αναρριχηθήκαμε σε ψηλές κορυφές μέσα στα βαθιά σκοτάδια της νύκτας, για να πετύχουμε την καλύτερη φωτογράφηση με το πρώτο χάραμα. Συρθήκαμε στη σπηλιά της Τρύπης, στον παλιό δρόμο από τη Σπάρτη προς την Καλαμάτα που λέγεται πως οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ελαττωματικά παιδιά και τους αιχμαλώτους πολέμου.
Ζήσαμε τις μάχες ανάμεσα σε μεθυσμένα από αλκοόλ άλογα και αναβάτες, ένα βράδυ πριν τη θυσία του ταύρου, στην Αγία Παρασκευή Μυτιλήνης. Χωθήκαμε ανάμεσα στους μεθυσμένους και εκστατικούς σκυριανούς ‘γέρους’ που ντυμένοι με τραγοδέρματα χορεύανε με μανία φορώντας στη μέση τους τις αρμαθιές από τροκάνια που ζυγίζουν πάνω από πενήντα κιλά. Όταν οι φύλακες των αρχαιολογικών χώρων έδιωχναν το βράδυ τους επισκέπτες, μας άνοιγαν τις πόρτες για να στήσουμε τα εξαρτήματά μας και να φωτογραφήσουμε τις Μυκήνες μέχρι αργά τα ξημερώματα, ή τον κλειστό στους επισκέπτες τάφο των Ανθεμίων στα Λευκάδια.
Μιλήσαμε με απλούς αγρότες, με τσοπάνους σε ερημικές τοποθεσίες πάνω σε χιονισμένα βουνά, με σπουδαίους αρχαιολόγους, με πνευματικούς καλόγερους ταγμένους στο πρόσταγμα της θρησκείας και στο ύψιστο χρέος να συντηρούν και να προστατεύουν τα μοναστήρια τους. Συναναστραφήκαμε με ανθρώπους που αγαπούν τον τόπο και την ιστορία τους. Γευτήκαμε το κρασί τους, την καλή φιλοξενία τους. «Οι Έλληνες είναι πολύ περήφανοι για την εθνική τους κληρονομιά» επανέλαβε ο Stanfield στις συνεντεύξεις που έδωσε κατά καιρούς στους δημοσιογράφους.
Ποιος είναι ο Jim Stanfield που μοιραστήκαμε την περιπετειώδη εμπειρία μας; Είναι ένας χαρισματικός άνθρωπος που εξάσκησε πολύ τη σκέψη και τα μάτια του, όταν αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στη φωτογραφία, ώστε να αναλαμβάνει και να διεκπεραιώνει τις πιο περίεργες και δύσκολες αποστολές. Κόπιασε να μπει στα άδυτα του Πάπα και είναι ο μοναδικός φωτογράφος που τον απαθανάτισε στις πιο προσωπικές του στιγμές. Δεν το έβαλε κάτω όταν έπρεπε να φωτογραφήσει τη λατρεία του αρουραίου στις Φιλιππίνες και να τον γευτεί μαγειρεμένο με φοινικόλαδο και μπόλικο κρεμμύδι με λίγο σκόρδο. Έτρεχε η ιστορία στο αίμα του όταν ακολούθησε την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Τζένγκις Χαν, του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, του Κολόμβου. Έφτασε στα άκρα τις αντοχές του όταν έπρεπε να παρακολουθεί για 22 συνεχόμενες ώρες την μεταμόσχευση καρδιάς του Πολωνού γιατρού Ρελίκα που έμαθε να κάνει μεταμοσχεύσεις διαβάζοντας τα βιβλία ενός Αμερικανού γιατρού. Είχε όμως στο ενεργητικό του και το πετυχημένο αφιέρωμα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο Jim Stanfield είναι ένας άνθρωπος ήρεμος, συγκεντρωμένος πάντα στο στόχο του, τακτικός, συγκροτημένος, επινοητικός, σταθερός. Δεν ενόχλησε ποτέ τους ανθρώπους που φωτογράφησε και αυτοί, άλλοτε απορροφημένοι στις συζητήσεις μας και άλλοτε χαλαρωμένοι στην επανάληψη της καθημερινής τους ασχολίας του δώσανε τα καλύτερα θέματα. Απαθανάτισε τις εκφράσεις τους και με το οξυμμένο μάτι του μας έκανε να παρατηρήσουμε πόσο όμοιες είναι με τις εκφράσεις των γλυπτών της αρχαιότητας. Σεβάστηκε τους αρχαίους τόπους που πατήσαμε, τα μνημεία, τα αγγεία, τις ζωφόρους. Όταν τα φωτογράφιζε φρόντισε να αναδείξει την προσωπικότητά τους γιατί ποτέ δεν τα αντιμετώπισε σαν άψυχα κατάλοιπα του παρελθόντος αλλά σαν ζωντανές μνήμες ενός ζωντανού αυθόρμητου λαού που ζει στις παραδόσεις του και αγαπά τις μνήμες του.
Ο Jim Stanfield ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που κρατά με μεγάλη επιμέλεια σημειώσεις. Τα σημειωματάριά του περιέχουν τοποθεσίες από 120 χώρες του πλανήτη που επισκέφτηκε, εκατοντάδες ανθρώπους που συνάντησε όλα αυτά τα χρόνια, χαρούμενα επεισόδια και θλιβερά. Μα πάνω απ’ όλα, κρατά λεπτομερή λογαριασμό των καθημερινών του εξόδων. Έτσι, δεν θα ξεχάσω τα αυθόρμητα γέλια του όταν κάποτε παρατήρησα πως θα είναι από τους λίγους ανθρώπους στον πλανήτη που θα γνωρίζουμε ακριβώς πόσο κόστισε η ζωή του!
Πόσες φορές ξέφυγε από την πορεία του για να φωτογραφήσει ένα θέμα που μπορεί να τον ενδιέφερε προσωπικά; Μόνον μία, θυμάμαι, γιατί δεν συνέβηκε άλλη. Στην Μύκονο, όταν αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε γιατί «έγκυρες» πηγές, μας είχαν δώσει λαθεμένες πληροφορίες για μία ξεχωριστή γιορτή τρύγου, ο James Stanfield περπατώντας με το χάραμα στην παραλία φωτογράφησε ένα γλάρο που μάθαινε στο μικρό του να πετά. Τις τρυφερές στιγμές της προσπάθειας, τις συνέλαβε με το φακό του, αλλά, ποτέ δεν μας τις φανέρωσε. Ίσως γιατί, το ποιητικό μεγαλείο της φύσης είναι συνυφασμένο με τον άνθρωπο. Ο ίδιος, αυτό το θεωρεί αυτονόητο. Γι' αυτό κράτησε τις φωτογραφίες στο προσωπικό του αρχείο. Σε μας όμως, χάρη στο οξυμμένο βλέμμα τους, τις τεχνικές ικανότητές του και την ανθρώπινη προσέγγιση των αποστολών που ανελάμβανε χάρισε μοναδικές στιγμές ώστε να μπορούμε να μεθεχθούμε στη γεωγραφία των πολιτισμών του πλανήτη μας και ακόμη περισσότερο στην ανεξάντλητη ιστορία της χώρα μας.
Η μεγάλη αρετή των φωτογραφιών του πέρα από την παρατηρητικότητα σε πρώτο στάδιο, είναι η μαγεία της διάρκειά τους. Όσο και να παλαιώσουν θα παραμένουν ένας ισχυρός κρίκος συνέχειας ανάμεσα στο παρελθόν μας και το μέλλον.

(19 Οκτωβρίου 2000, Ομιλία στο Συνεδριακό κέντρο ΟΛΘ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου