Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Η Εικαστική και Λογοτεχνική Γραφή του Αλέκου Φασιανού


 Η εικαστική πλευρά βαραίνει περισσότερο στο έργο του Αλέκου Φασιανού αφού οι περισσότεροι γνωρίζουμε την ζωγραφική και χαρακτική παραγωγή περισσότερο από τα κείμενά του. Η καλλιτεχνική γενιά στην οποία ανήκει ο καλλιτέχνης έχει επιδείξει ιδιαίτερη προτίμηση στον γραπτό λόγο και πολυάριθμα κείμενά τους εκδόθηκαν από το 1980 και εξής όπως τα κείμενα του Δημήτρη Μυταρά, του γλύπτη Θόδωρου, του Βασίλη Σπεράντζα, του Σωτήρη Σόρογκα, του Χρίστου Καρά, του Γιάννη Κουνέλλη, του Νίκου Χουλιαρά κ.ά που σε συνδυασμό με τα κείμενα του Γιάννη Τσαρούχη, του Γιώργου Μαυροϊδη, του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα κ.ά. δείχνουν μία προσπάθεια από μέρους τους να επεξηγήσουν τη επικαιρότητα και το νόημα της ζωγραφικής τους. 
Η δυνατότητα του Αλέκου Φασιανού να εκφράζεται με ευχέρεια στον γραπτό και προφορικό του λόγο δεν περνά απαρατήρητη στον μελετητή του έργου του. Αντιπαραθέτοντας τη ζωγραφική στην ομιλία του διαπιστώνουμε τον κοινό παρονομαστή τους: ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει με την ίδια περιγραφική απλότητα που διατυπώνει την ομιλία του, δηλαδή με απλές καθημερινές εικόνες, μικρές εμπειρίες που η επανάληψή τους φαίνεται να αφαιρεί κάτι από την αξία τους όμως το ενδιαφέρον του τις καθιστά σημαντικές. Έτσι έχουμε την εντύπωση πως στην απλότητα κρύβεται η δύναμη της δημιουργίας. Η απλότητα είναι μία ιδιότητα στο πρωτοκύτταρο της τέχνης, αυτό που αδυνατώντας να το ορίσει ως φαινόμενο ο πνευματικός της τέχνης Paul Klee, το περιέγραψε ως άφατο μυστήριο πανίσχυρο να μας συγκολλήσει ως τα τρίσβαθα της ψυχής.

Ο Αλέκος Φασιανός μιλάει με εικόνες που είναι προσιτές, οικείες, γίνονται αντιληπτές από τον μέσο άνθρωπο στον οποίο μεταδίδουν την αισιοδοξία και καμουφλάρουν την τόλμη την οποία ο καλλιτέχνης φαίνεται να διαθέτει σε υψηλό βαθμό καθώς χαριεντίζεται ανάμεσα στο ηθικό και το ανήθικο. Οι εικόνες του βρίθουν από μεταφορές και υπαινιγμούς. Με την ιδιότητα του παρατηρητή των καθημερινών συμβάντων που έχει αναπτύξει, ο Φασιανός υπογραμμίζει με αισθαντικότητα και ιερό θαυμασμό τις πιο ασήμαντες ομορφιές της ζωής. «Ζωγραφίζω ότι με αγγίζει, ότι αισθάνομαι γύρω από τη ζωή έτσι, πολύ απλά» δηλώνει για να δείξει πως αποδέχεται με στωικότητα την πραγματικότητα και με την δύναμη της δεξιοτεχνίας του -σαν να κραδαίνει το μαγικό ραβδάκι- αιχμαλωτίζει την προσοχή του φιλότεχνου σε σκηνές ίδιες με αυτές που περιγράφει:

«ο νεαρός ποδηλάτης του έτους 1950, που πήγαινε με το στολισμένο του ποδήλατο, το άσπρο κοστούμι και την ανεμίζουσες γραβάτα του μέχρι το Σούνιο….»

«…βλέπω ένα στάχυ να ξεπροβάλλει από σκληρή πέτρα. Ζουζούνισμα μέλισσας και βόμβος εντόμων μέσα στη ζέση…»

«…Εκεί που ο Ηρακλής παλεύει με τον Πύθωνα και τον Τρίτωνα, το πόδι του είναι ακριβώς όπως των σημερινών Ελλήνων κοντόχοντρα και βαριά όπως αυτοί που οδηγούν μηχανάκια με σαγιονάρες και κοντά παντελόνια…».

Απλοϊκά, ανάλαφρα συμβάντα οι εικόνες ζωής που απομονώνει ο Φασιανός για να ξεμακρύνει από πάνω τους τη ρουτίνα μιας αδιάφορης καθημερινότητας, ώστε να συνθέσει παραμύθια που την επομένη, μπορεί ακόμη και να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Έτσι, οι εικόνες που συλλαμβάνει με τις κοντόχοντρες παραγεμισμένες μορφές που αποτυπώνουν τα πινέλα του σε κάθε είδους επιφάνεια που μπορεί να δεχτεί το χρώμα –μουσαμάς, ξύλινοι πάγκοι, τραπέζια, σκαμνιά, γύψινες πλάκες, χαρτιά, τοίχοι- είναι αυθεντικές και δείχνουν την εμμονή του να υπερεκτιμά την προσωπική στιγμή έναντι του γενικευμένου, ακαθόριστου και αποπροσωποιημένου χρόνου.

Όταν ζωγραφίζει είναι η στιγμή που μεταμορφώνεται από παρατηρητή της ζωής σε ιστοριογράφο της εποχής του. Μάλιστα έχει απόλυτη συνείδηση της πράξης και του ρόλου του, όταν ισχυρίζεται ότι «τα καθημερινά που για πολλούς περνούν απαρατήρητα, όταν ξεπεράσουν το χρόνο τους, κάπου σε άλλη εποχή, παίζουν σπουδαίο ρόλο για τους ερχόμενους, γίνονται τα σύμβολα της ζωής, η διδαχή, η πράξη προς μίμηση.» Οι σκηνές που διαδραματίζονται στους πίνακες, ξεπηδούν από την ακόρεστη αισθαντικότητα και τον βαθύ θαυμασμό του καθώς προσεγγίζει τα πιο απλά συμβάντα. Και οφείλουν πολλά σ’ αυτή την ανώδυνα φανερή επιθυμία του να ιστοριοποιήσει τις στιγμές που όταν σωρευτούν στη μνήμη μετατρέπονται σε ιστορική συνείδηση και κοινωνική ιστορία. Ακολουθώντας το δάκτυλο του Φασιανού να δείχνει το μονοπάτι της φαντασίας απολαμβάνουμε εμείς πλέον ως παρατηρητές, την άνεσή του να πηδά από τον κύκλο της πραγματικότητας στον κύκλο της φαντασίας και από τον κύκλο της ιστορίας στον κύκλο του παραμυθιού συγχωνεύοντας παρελθόν, παρόν και μέλλον σε έναν και μοναδικό χρόνο. Ποδηλάτης Απόλλων, Έφηβος Με Άλογα, Η Σκέψη Των Ετρούσκων, Λευκοθέα, Δάφνη, Πυγμαλίων, Σαπφώ Με Στάχυα, Η Πανδώρα Της Νύκτας, Ο Καβαλάρης Της Πρωίας είναι τίτλοι που σφύζουν από ιστορικούς συγκερασμούς. Οι μορφές του ποτέ δεν κοιτούν στα μάτια η μία την άλλη γιατί εκ των προτέρων είναι χαμένες στην ναρκισσιστική ωραιοπάθεια που τις συνοδεύει, καθώς δείχνουν να είναι βυθισμένες στον κόσμο τους, ακόμη και όταν συναντώνται δύο και τρεις μαζί στην ίδια σύνθεση. Ο αυτοθαυμασμός τις ενώνει.

Η κοινωνική διάσταση του έργου του
Η ζωγραφική και ο λόγος του διαποτίζονται από το ανάλαφρο των κωμικών συμβάντων που περιγράφουν οι φίλοι του καθώς διακατέχεται από τη μανία να μεταμορφώνεται και να μιμείται ποικίλους ρόλους: μπορεί να γίνει ξαφνικά πολύ κοντός αλλά και πολύ ψηλός. Μιμείται τους πάντες, τους παπάδες με διαφορετικές φωνές και κηρύγματα, τον Τουλούζ Λοτρέκ, τον θαυματοποιό, τον ταχυδακτυλουργό. Εκφωνεί λόγους και υπουργικούς ακόμη. Ο ίδιος, με απαράμιλλο κέφι, λιτό ύφος και ρέουσα γραφή θυμάται:

«…στην κηδεία του κυρίου Βαγγέλη κάτι κυρίες πουλάγανε εισιτήρια για έναν χορό» και αλλού, «…μετά την έκρηξη του Τσερνομπίλ παίρνω ταξί να συζητώντας για την ραδιενέργεια λέει ο ταξιτζής: μωρέ έφαγα αυτές τις μέρες σαν γαμπρός, έφαγα φράουλες, κεράσια, ροδάκινα, κρέατα ότι μπορείς να φανταστείς, όσο δεν έφαγα ποτέ.»

Τέτοια επεισόδια που απομονώνει, εμπεριέχουν καμουφλαρισμένη συναισθηματική φόρτιση ώστε η συνειδητοποίηση του δραματικού τους στοιχείου να εξουδετερώνεται και η αμηχανία των περιστάσεων να αποδίδει την καθολικότητα. Ανάμεσα σε άλλα γράφει:

[…] όσο μεγαλώνουμε τόσο σκληρύνεται η ψυχή μας, τόσο αμβλύνονται οι αισθήσεις. Γι’ αυτό αναπολούμε τα παιχνιδάκια με τις τσίγκινες ρόδες, την οδό Αιόλου με τους πραματευτάδες. Ας μείνουμε παιδιά παρακαλώ, ας μείνουμε μικροί χωρίς μίση, χωρίς πόλεμο, χωρίς σκληρότητα, γεμάτοι από αγάπη. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, ου ζητεί το εαυτής. Θεέ μου κάνε η προσευχή μου να ανεβεί στον ουρανό».

Στον Jean Marie Drot θυμίζει “…κάτι από τον Τσάρλι Τσάπλιν», τον παρομοίασε με «Μπάστερ Κήτον των νησιών’, άλλοτε με ‘αδέξιο πουλί’ και άλλοτε σαν ‘τις γριές της Πελοποννήσου’.[1] Περισσότερο όμως ταιριάζει σε κοσμικό ασκητή, που χωρίς να επιδιώκει την εκκεντρικότητα, στα μάτια τρίτων δείχνει να μην την αποχωρίζεται. Ποιητής της θορυβώδους μεγαλούπολης, ο Φασιανός γίνεται ανατόμος των αισθημάτων καθώς αποτυπώνει αυτό που είναι διαχρονικό, που συντροφεύει τις υπάρξεις μας, που εκφράζεται σαν ομολογία: «θα ήθελα να μην με ενοχλεί τίποτε, να απαλλαγώ από τον θόρυβο και να ακούω μόνο τον αέρα που σφυρίζει περνώντας μέσα από τις καλαμιές και να θυμάμαι μόνο τον Πάνα. Να βλέπω τη δύση του ήλιου και να αντιστέκομαι με θάρρος στο φόβο του σκοταδιού. Το μόνο που θα ήθελα να είχα κοντά μου θα ήταν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια».

Για τη ζωγραφική του
Το εικαστικό του έργο έχει μελετηθεί από ιστορικούς τέχνης, ποιητές και φιλοσόφους. Ο Jean Marie Drot θεωρεί πολλά στοιχεία της ζωγραφικής του ως οικόσημα ενός νέου παγανισμού και μιλά για μυθολογική ηδονή. Ο Bernard Gheerbrant διέκρινε την εγκλωβισμένη ρευστότητα στις μορφές του. Η Ελένη Βακαλό θεώρησε τη ζωγραφική του, αλφαβητάρι του νεοέλληνα. Ο Louis Aragon τον τοποθέτησε ανάμεσα στον Matisse και τον Miró εξαίροντας την ιερή δύναμη του Φασσιάνειου κόκκινου με εκείνη του κόκκινου αίματος του Χριστού. Ο Cloude Bouyeure παρομοίασε τις κοντόχοντρες μορφές του με Κένταυρους της Θεσσαλίας να καβαλάνε αντί άλογα, ποδήλατα.

Δικλείδα στην κατανόηση και ταυτόχρονα στην παρεξήγηση του έργου του, βρίσκεται η ικανότητά του να είναι μυθοπλάστης, να είναι η αθέατη πλευρά του ομηρικού μύθου, η άλλη παραλλαγή της ιστορίας που και αυτή πείθει εξίσου. Η ιδιαιτερότητα της ζωγραφικής του στηρίζεται στα γερά θεμέλια μίας γνώσης που εμπέδωσε την ιστορία των μορφών. Στους ζωγράφους των αγγείων της αρχαιότητας, τις λαϊκές ζωγραφιές, το θέατρο σκιών και τα εικονίσματα οφείλει τη λιτή γραμμή και τα καθαρά χρώματα. Από το Βυζάντιο, κράτησε το χρυσό βάθος των ψηφιδωτών και ανέστρεψε τον εννοιολογικό και συμβολικό τους χαρακτήρα σε κοσμικό. Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε γράψει ότι τα χρυσά βρέθηκαν μετατοπισμένα από τις βυζαντινές Παναγίες στους επιβάτες των δικύκλων του.

Κάποτε, ο καλλιτέχνης έγραψε με ταπεινότητα στον Jean Marie Drot πως θαυμάζει τη σοφία των καλλιτεχνών της αρχαιότητας ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια στην ΑΣΚΤ όταν απαυδισμένος να ξαναρχίσει συνέχεια το ίδιο πρότυπο για να ελευθερώσει το βλέμμα του, χωνότανε με τις ώρες στις αίθουσες με τα ελληνικά του εθνικού αρχαιολογικού μουσείου. Προτιμούσε τα αγγεία της Αττικής, τα τελευταία της κλασικής εποχής που είναι κάτασπρα και έχουν συχνά μία κόκκινη ζώνη για τις μυθολογικές μορφές κάτι σαν τα σημερινά κόμικς. Έτσι, κατάλαβε σιγά σιγά πως οι ζωγράφοι της αρχαιότητας δούλευαν γρήγορα χωρίς αναφορά στο μοντέλο, επειδή είχαν μάθει τις κινήσεις του ανθρώπινου σώματος με την παρατήρηση. Χρησιμοποιώντας μόνον μερικά βασικά χρώματα, έκαναν μία ζωγραφική άμεση, απλή όπως αργότερα οι λαϊκοί ζωγράφοι και οι ζωγράφοι των εικονισμάτων.

Ο Αλέκος Φασιανός έγραψε για τις λαϊκές εικόνες και τους λαϊκούς ζωγράφους των μεταβυζαντινών χρόνων, μίλησε για τον Θεόφιλο και τις περιπλανήσεις του. Άλλωστε πολλοί ζωγράφοι της μεταπολεμικής περιόδου επηρεάστηκαν από το συγκεκριμένο είδος ζωγραφικής που περιείχε η τέχνη του Θεόφιλου. Το οφείλουνε κυρίως στον Στρατή Ελευθεριάδη που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε σε σταρ της εποχής.

Μήπως και ο Φασιανός δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ακαδημαϊκή ζωγραφική της εποχής του και να γίνει σταρ της εποχής μας; «Τίποτα δεν γίνεται χωρίς προηγούμενο. Ο ένας βλέπει από τον άλλο. Μόνον έτσι συνεχίζεται η τέχνη.» Μία σοφή πρόταση παρακαταθήκη του Αλέκου Φασιανού στους νέους εικονιστές της εποχής.

Ανασκαλεύοντας τις αναμνήσεις και αναζητώντας την αλήθεια στην αιωνιότητα ή την μοναξιά, ο Αλέκος Φασιανός δημιουργεί εικόνες μεταβατικές από την πραγματικότητα στη φαντασία. Ο χρόνος είναι παρελθόν, παρόν, μέλλον όπως η σκέψη του ανθρώπου που μένει στην πραγματικότητα και ξεφεύγει στο όνειρο, που βλέπει την αλήθεια και αναζητά το παραμύθι. Ότι παρατηρούσε ο Κώστας Αξελός για την ανθρώπινη ιστορία που είναι φτιαγμένη από μνήμη και λήθη, νοσταλγία και πρόβλεψη.[2]

(Μονογραφία, εκδόσεις Πινακοθήκη Πιερίδη, 1994)



[1] Jean-Marie Drot. FASSIANOS, La Volupte Mythologique. Paris, Galerie Beaubourg,1985, pp.29.
[2] Σε Δεύτερο Πρόσωπο., Καστανιώτης,1990, σελ.35.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου