Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Η Λυρική Ζωγραφική της Τζούλια Ανδρειάδου


Χρειάζομαι επειγόντως ένα κήπο.
Να φυτέψω κάποιες απ' τις αναμνήσεις μου και όσες με πλήγωσαν να τις αφήσω να χαθούν.
...πετιούνται επίσης κάποιες άσχετες που επιμένουν σαν παράσιτα.
Θέλω πολύ να καλλιεργήσω ό,τι δεν πρόλαβα να κάνω: χειρονομίες αγάπης, ταξίδια, έργα που έμειναν προσχέδια κι αυθόρμητες εκρήξεις θυμού που τις έπνιξα.
Τέτοια πράγματα κι επίσης πλατύφυλλα φυτά για να με κρύβουν απ' τα αδιάκριτα βλέμματα.
ΤΖΟΥΛΙΑ ΑΝΔΡΕΙΑΔΟΥ

Είναι γνωστό πόσα οφείλουν οι ζωγράφοι στη μνήμη και την ψυχολογία όταν μπροστά στο άδειο τελάρο επιχειρούν με διαφορετικούς τρόπους να ταξινομήσουν μικρά αποσπάσματα της εμπειρίας. Όταν μάλιστα καταφέρουν να αποτυπώσουν την ένταση της ψυχικής τους διέγερσης και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους λίγοι θα γνωρίζανε ότι δικαιώνουν τον Καντ που θεώρησε την ειλικρινή έκφρασή τους, δηλαδή την ηθική, ως δομικό εργαλείο της ‘μεγάλης’ τέχνης. Και δεν είναι τυχαίο αφού από την εποχή του Καντ μέχρι σήμερα η αλματώδης πορεία της τέχνης που περνά μέσα από δεκάδες κινήματα και πειραματικές τεχνικές έχει υποσκάψει την αξία των αισθημάτων προς όφελος μιας ωφελιμιστικής λογικής ως προαπαιτούμενο της τέχνης και επιβεβαίωση μιας επιτυχούς χρηματιστηριακής αξίας του καλλιτεχνικού έργου. Καθώς μάλιστα το έργο τέχνης υπόκειται πλέον στους ίδιους κανόνες μεθόδευσης και τις τεχνικές της οπτικής αντίληψης με τις διαφημιστικές, τις ψηφιακές και τις εικόνες της τηλεόρασης, δεν είναι εύκολο σε κάποιον να παραδοθεί σε μια λυρική ζωγραφική με μελαγχολικό περιεχόμενο. Ο Πικάσο είχε παρατηρήσει ότι ο κυβισμός επινοήθηκε από καλλιτέχνες που ήθελαν να ζωγραφίσουν ελεύθερα, και όχι να ζωγραφίσουν κυβιστικά. Στις μέρες μας, πόση άραγε ελευθερία απολαμβάνει ένας ζωγράφος;
Η Τζούλια Ανδρειάδου, από το 1960 που εξέθεσε για πρώτη φορά έργα της συμμετέχοντας στην 6η Πανελλήνια έκθεση, ακολούθησε μια συνεπή πορεία έρευνας στα ανθρώπινα συναισθήματα χωρίς να αφήσει τον εαυτό της να υιοθετήσει πάνω στο μουσαμά, λύσεις αμφίβολης πρωτοτυπίας. Πιστή στις αξίες της ζωγραφικής εστίασε στη δραματική διάσταση της ύπαρξης και ερμήνευσε τον κόσμο εκ νέου υπό το πρίσμα της ποίησης. Αντιμετώπισε μάλιστα την εικόνα σαν ποίημα και τον ποιητικό λόγο σαν εικόνα προσφέροντας στα μάτια μας τρυφερές εικόνες οπτικής ποίησης και αυτονόητης ανθρωπιάς.
Ήδη, από τα έργα της δεκαετίας του ’60, είναι περισσότερο από εμφανής η εστίαση στη μοναχικότητα των ανθρώπων και στη μελαγχολία που εκπέμπουν τα κτήρια μιας μεγαλούπολης. Ιδίως το αστικό τοπίο ως περιβάλλον – ασφυκτικός χώρος, θα απασχολήσει την Τζούλια Ανδρειάδου από το 1977 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90 οπότε εγκαταλείπει την απεικόνισή του, στρέφοντας το ενδιαφέρον της, κυρίως στις εντυπώσεις του φυσικού τοπίου και στην κατανόηση της οπτικής δυναμικής που εμπεριέχει το φυσικό περιβάλλον. Δηλαδή, στράφηκε σε μια εντατική παρατήρηση της εξωτερικής όψης της φυσικής πραγματικότητας, μετά από μια περίοδο τριάντα περίπου χρόνων παρατήρησης των αλλαγών του αστικού χώρου και της ανθρώπινης ψυχολογίας, όχι για να μιμηθεί τη φύση αλλά για να ενισχύσει τη χαμένη πίστη μας ότι υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Μαθητεύοντας τα απογεύματα για τρία συνεχόμενα χρόνια κοντά στον Κώστα Ηλιάδη, παράλληλα με την πρωινή εργασία της, και για λίγους μήνες στο εργαστήρι του André Lhôte, την περίοδο που οι αφαιρετικές τάσεις κυριαρχούσαν στον ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό χώρο, η Τζούλια Ανδρειάδου αντιμετώπισε το δίλλημα της αφαίρεσης ή της ρεαλιστικής απεικόνισης όχι σα διαδικασία αντίπαλης σύγκρουσης μεταξύ των ρευμάτων αλλά ως αποδεκτή μέθοδο πληρέστερης έκφρασης της αμφιβολίας, της συγκίνησης και της αγωνίας που η λυρική φύση της αναζητούσε να αποτυπώσει στην επιφάνεια του μουσαμά. Και αυτό, γίνεται εμφανέστερο σε έργα της δεκαετίας του ’60, όπως Βάρκες (1960), Παρίσι (1960), Μπροστά στον καθρέφτη (1966), Η Μητέρα (1966), ο Πατέρας μου (1969), Κοραλία και Τζούλια (1966) Εκκρεμές (1966), Κοραλία(1968), Άνθρωποι στο δρόμο (1968, 1969) τα οποία βρίσκονται ανάμεσα στην αφαίρεση και την αναπαράσταση. Η λιτή περιγραφή και τα αφηρημένα χρωματικά μορφότυπα δεν τυποποιούν εικονογραφικά και δεν επιβεβαιώνουν περιγραφικά την εξωτερική εμπειρία η οποία θεωρείται λίγο-πολύ γνωστή στους Αθηναίους του ‘60, αντιθέτως ξεδιπλώνουν ψυχικές διαθέσεις και κυρίως την έκφραση των συναισθημάτων και τον προσδιορισμό της θέσης της καλλιτέχνιδας ως μοναχικό όν στο χώρο.
Σε έργα που ακολουθούν την επόμενη δεκαετία του ’70, όπως Σακούλα με Ρολόγια (1975) και η σειρά «Σφάγια» (1977) η Τζούλια Ανδρειάδου στρέφεται στον ωμό ρεαλισμό και τη ρεαλιστική περιγραφή για να αποδώσει με σύγχρονους όρους, -στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου-, τη σύγκρουση των δυνάμεων που αλλάζουν τον κόσμο και τις αξίες του. Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης καθώς αρχίζει ραγδαία να αλλάζει όψη και δομές που συχνά φαίνονται αυθαίρετες και ασύνδετες μεταξύ τους, οι κριτικές διαπιστώσεις της καλλιτέχνιδας την οδηγούν σε μια σειρά έργων υπέρ-πραγματικότητας και όχι απλή απόδοση της πραγματικότητας. Αυτού του είδους Κριτικού Ρεαλισμού στον οποίο εντάσσονται τα έργα της περιόδου είναι ένας δραματοποιημένος και μελαγχολικός ρεαλισμός στον οποίο, όποιος καλλιτέχνης δοκίμασε τις δυνάμεις του ήταν σαν να κοιτάζει τον εαυτό του ενταγμένο στον κόσμο χωρίς να παρεμβάλλεται καθρέπτης. Συρρικνωμένη η πραγματικότητα, άδεια από μαγικά στοιχεία και συναισθήματα απεικονίστηκαν πάνω στα τελάρα της Τζούλιας Ανδρειάδου για να εκπληρώσουν το ρόλο της καλλιτέχνιδας ως κριτή των κοινωνικών δομών και των ανθρώπινων σχέσεων. Αποστομωτική είναι η ειλικρίνεια με την οποία εξομολογείται στις καταγεγραμμένες σκέψεις της με τίτλο Το Ψυγείο των Αισθήσεων (Φθινόπωρο ’78, σελ.22), την καθήλωση του οραματιστή και τον εσωτερικό μονόλογο ενός αποξενωμένου εικονοκλάστη.
Τοπία της Παρακμής (1980), Νυχτερινή απόδραση (1984), Λαβύρινθος (1988), Μυστικά Παράθυρα (1988), Βραδινές πόλεις (1990) είναι τίτλοι από τις σειρές έργων «Μυστικά Παράθυρα», «Πόλεις Λαβύρινθοι», «Βραδινές Πόλεις» που θα δώσουν τον χαρακτήρα των αναζητήσεών της, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80 μέχρι τα μέσα του ’90. Μεταμορφωμένα αστικά τοπία με το βλέμμα της καλλιτέχνιδας από το ανοικτό παράθυρο, φέρνουν στο προσκήνιο μια περίοδο αγωνίας και αναστάτωσης στη ζωγραφική της, για την αρχιτεκτονική αλλοίωση της εικόνας της πόλης και της συμπεριφοράς των ανθρώπων που γνωρίζει και βιώνει. Με γνώση, αντίληψη, ανάκληση στη μνήμη, προσδοκία και φαντασία σε εγρήγορση η Τζούλια Ανδρειάδου, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, δημιουργεί εικόνες όχι για να αιχμαλωτίσει την πραγματικότητα και να πληροφορήσει το θεατή για όσα έχει παρατηρήσει, θυμάται, προσδοκά ή φαντάζεται από την πόλη και τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά για να προβάλλει τη σχετικότητα, την αβεβαιότητα και την αμφιβολία ως κεντρικό θέμα της αισθητικής απόλαυσης του έργου. Και δεν είναι τυχαίο, ότι στα παραθαλάσσια τοπία της περιόδου, η ομορφιά του χώρου αποδίδεται με κοφτές αιχμηρές πινελιές, με χρωματικά στίγματα, με απρόσμενες προοπτικές, με εσκεμμένα ακαθόριστες περιγραφές. Χρησιμοποιώντας επιπλέον και την τεχνική της επικόλλησης (collage), ήδη από την ενότητα «Τοπία Παρακμής» (1980), είναι σαν να επιχειρεί να αποσπάσει νέες σημασίες από την έννοια του χώρου και τη διαπλοκή ανάμεσα στη φύση και την αστική επέκταση.
Από το 1994, η Τζούλια Ανδρειάδου προχώρησε σε μια νέα σειρά έργων η οποία μονοπώλησε το ενδιαφέρον της για μια πενταετία, μέχρι το 1999, επιλέγοντας ένα μεταφορικό θέμα και με γενικό τίτλο «η Μετανάστευση του Τοπίου». Πρόκειται για λυρικές αποδόσεις του γεωγραφικού χώρου χωρίς να παρεμβάλλεται το πλαίσιο του παράθυρου και η κεντρική προοπτική αντιθέτως, επιβάλλεται το παιχνίδι της αιώρησης που η καλλιτέχνιδα το αποδίδει εναλλάσσοντας την ατμοσφαιρική προοπτική με την πλαγιότητα, τη διαπλάτυνση και την προοπτική του βλέμματος ενός πουλιού (ανάστροφη προοπτική). Σ’ αυτήν την ενότητα μεταφέροντας το κέντρο βάρους από την περιγραφή στην έκφραση, με τα γαλάζια του ουρανού και τα μπλε της θάλασσας να κυριαρχούν στις συνθέσεις της, δημιουργεί μια δυνατή εντύπωση του φυσικού χώρου σα να μην είναι πλέον μια παγωμένη εικόνα στο χρόνο αλλά μια εκτυλισσόμενη εικόνα του χώρου που μεγεθύνεται ή σμικρύνεται. Και δεν είναι δύσκολο, αν παραβάλλουμε την επιλογή του γαλάζιου του ουρανού που παραπέμπει στην καθαρή σκέψη και του γαλάζιου της θάλασσας στην ηρεμία, με μερικούς τίτλους έργων όπως Η Μετανάστευση του Τοπίου, Χαμηλή Πτήση, Οι Φλέβες των Ονείρων, να εντοπίσουμε τους ποιητικούς συνειρμούς που εκδηλώνονται με την εικόνα και το λόγο της καλλιτέχνιδας.
Η Τζούλια Ανδρειάδου κάνει μια ζωγραφική μετεωρισμού, απαλλαγμένη πλέον από την οδυνηρή αγωνία της ζωγράφου να πειστεί για την μοναξιά της. Ιδίως από το 2000, που θα ξεκινήσει την ενότητα «Οι Φλέβες των Ονείρων» αναμιγνύοντας ασημί σκόνη με ακρυλικά χρώματα κατεξοχήν στη γκάμα του γαλάζιου και λιγότερο με άλλα χρώματα, πάνω σε φόρμες που εφάπτονται μεταξύ τους, δημιουργεί συνθέσεις ποικίλων τόνων που βρίσκονται σε άμεσο διάλογο, ό,τι δηλαδή αποκαλούν οι ζωγράφοι συνθέσεις χρωματικών αξιών. Χρώμα ενεργητικό, θερμό, φωτεινό το μπλε δεν είναι τυχαίο ότι λατρεύτηκε από γενιές ευρωπαίων ρομαντικών δημιουργών κατά το 18ο αιώνα όπως μας έδειξε ο Μισέλ Παστουρώ στη διεξοδική μελέτη του, Μπλε, η Ιστορία ενός Χρώματος (Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2004). Η ζωγράφος φροντίζει να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο την παρουσία του μπλε στην επιφάνεια του μουσαμά χρησιμοποιώντας το γκρι. Με το γκρίζο άλλοτε να απλώνεται στη σύνθεση και άλλοτε να γίνεται πλαίσιο αντικαθιστώντας την έννοια του παράθυρου που παλαιότερα είχε επεξεργαστεί, αξιοποιεί την άψυχη και παγερή εντύπωση που έχει στην ταυτότητά του για να δημιουργήσει χρωματικές συγκρούσεις, να κάνει πιο έντονες τις αντιδράσεις των χρωματικών πεδίων. Καθώς απουσιάζουν οι φυσικές πληροφορίες που καθιστούν αναγνωρίσιμο ένα τοπίο, τα μορφότυπα που χρησιμοποιεί στις περιγραφές της για να ολοκληρώσει τη σύνθεση, της επιτρέπουν να ταυτίσει τη διαίσθησή της με την ρέουσα παράταξη των ερεθισμάτων. Μετά από μια μακρά πορεία μελέτης του οπτικού κόσμου με το λόγο και τις εικόνες της, η Τζούλια Ανδρειάδου επιδίδεται στην έκσταση του μετεωρισμού και των ονείρων σα να προτείνει κάτι το αιρετικό για την εποχή μας και διεκδικώντας δυναμικά μια θέση ανάμεσα στους σύγχρονους λυρικούς ζωγράφους.
Δεν παραδόθηκε στα πλεονεκτήματα της μαζικής παραγωγής, συχνά ένιωσε την απελπισία να βρίσκεται στο περιθώριο της τέχνης αντί στην πρώτη σειρά επιλογών εντούτοις σήμερα, αν ξαναδούμε τα έργα της και εστιάσουμε στη ποιητική δομή του λόγου της θα αντιληφθούμε το λυρισμό της έκφρασής της αντί την κραυγή της υπερβολής. Κι αν θα δικαιολογείτο να καταφύγει στο παράλογο όταν συγκρουόταν η λογική με τα συναισθήματά της, διάλεξε να υπηρετήσει την Έμπνευση ως ζωγράφος της λυρικής πραγματικότητας επιτρέποντας στη διαίσθηση να καθοδηγεί τα πινέλα και την πένα της.
 (Μονογραφία, 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου