Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Η ζωγραφική του Χάρη Λάμπερτ: Νόμισμα με δύο πλευρές



 Ο Χάρης Λάμπερτ (Χαράλαμπος Χαραλαμπάτος) γεννήθηκε το 1955, από Έλληνες μετανάστες στη Νέα Ζηλανδία. Σπούδασε ζωγραφική στο Λονδίνο (1973) και στο Παρίσι (1974-1979), στο εργαστήρι του Louis Nallard) με ενδιάμεσο σταθμό έναν χρόνο παραμονής στο Τόκιο. Επέστρεψε στο Παρίσι μέχρι το 1985 οπότε αποφάσισε να εγκατασταθεί σε μονιμότερη βάση στην πρωτεύουσα της Ιαπωνίας. Από το 1994, μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο Τόκιο και την Αθήνα. Ήδη από τα σπουδαστικά έργα αμφιταλαντεύτηκε στο δίλημμα ανάμεσα στη ζωγραφική της αφαίρεσης και της αναπαράστασης. Από το 1984 πέρασε επίσης στο χώρο των καλλιτεχνικών μουσικών βίντεο για λογαριασμό της Γαλλικής Εθνικής τηλεόρασης. Τότε συνεργάστηκε με τον τραγουδιστή Serge Gainsbourg και τα pop συγκροτήματα Shakatak, Commodores και Chimera. Το δίλημμα που του έθετε η εποχή του ανάμεσα στην αφαίρεση και την αναπαράσταση κατά την περίοδο των σπουδών, εντάθηκε.
Στη δεκαετία του 1980, αποφάσισε ότι η αναπαράσταση ήταν πιο κοντά σ’ αυτά που επιθυμούσε να εκφράσει. Έτσι η επιτυχία των ποπ έργων τον βοήθησε να φτάσει στα έσχατα όρια την εικονογραφία της. Μέσα από την επανάληψη των θεμάτων και τις νευρικές χειρονομίες του πάνω στον μουσαμά γεμάτες ταχύτητα και δυναμισμό, σχεδόν εξπρεσιονιστικά, προσέκρουσε στον τοίχο του αδιέξοδου, μία κατάσταση που συχνά εμφανίζεται στους καλλιτέχνες που αγωνιωδώς επιζητούν να υπερβούν τους καθιερωμένους τύπους και να φτιάξουν τα δικά τους μορφότυπα. Έπρεπε να γίνει το επόμενο βήμα: μία τρύπα στον κάθετο τοίχο της ποπ πού θα τον έβγαζε στην πίσω όψη του. Αυτό, έγινε όταν το 1987, αντιλήφθηκε ότι μπορεί να ζωγραφίσει ποπ έργα με εσωτερικό περιεχόμενο στα οποία να ισορροπεί την υλικότητα του σύγχρονου ανθρώπου με τα πνευματικά του ενδιαφέροντα.
Αυτό το άλλο είδος ζωγραφικής, που ακόμη στην Ελλάδα δεν το έχει εκθέσει, είναι πνευματικό και όπως λέει ο ίδιος ‘συντηρεί το μυαλό του ακοίμητο’. Λίγοι εκλεκτοί επισκέπτες έχουν τη χαρά να το απολαύσουν στο εργαστήρι του. Σε κάποιους θα φαντάζει πως είναι ζωγραφική της ατομικής ουτοπίας, για τον καλλιτέχνη είναι μία ιδανική ζωγραφική.
Ο Λάμπερτ εμφανίζεται να διεκδικεί τον τίτλο του ζωγράφου της διαχρονικής προσωπογραφίας και της ακτινοβολίας της ανθρώπινης αύρας. Ζωγραφίζει έναν πνευματικό κόσμο, που φαίνεται επίπεδος στο φως της ημέρας, όμως τη νύκτα, με τη χρήση του black light μεταβάλλεται σε τρισδιάστατο και πολυδιάστατο. Ο καλλιτέχνης ενώ σκέφτεται με αναγεννησιακό τρόπο ζωγραφίζει με τον δυναμισμό και τις τεχνικές ενός μπαρόκ ζωγράφου. Για τον Λάμπερτ το μπαρόκ, είναι η ποπ εκδοχή της αναγέννησης, χωρίς την λιτότητα της έκφρασής της.
Όταν συγκεντρώνεται σ’ αυτό το είδος, ζωγραφίζει παρέα με τον εσωτερικό του κόσμο. Δραπετεύοντας προσωρινά εκτός τόπου και εφήμερων καταναλωτικών εικόνων αναπλάθει μυθικές μορφές και παγώνει το στιγμιότυπο επειδή ζωγραφίζει εκείνο που τον βοηθά να διαλογίζεται. Ταξιδεύει σε χώρους όπου ο χρόνος είναι αιώνιος, οι αξίες των ανθρώπων έχουν μεγαλύτερη σημασία, οι σχέσεις τους περισσότερη ουσία, οι πεποιθήσεις τους σταθερότητα. Σε χώρους όπου αναγνωρίζεται η αξία της ψυχής. Επιλέγει χώρους όπου οι άνθρωποι νιώθουν το σκοπό και το μέτρο της ζωής, θέτουν στόχους και οραματίζονται.
Στους έξη πίνακες μεσαίων διαστάσεων που αποτελούν την ενότητα Οδύσσεια στο Φως (1987), ζωγράφισε πρόσωπα σημερινών ανθρώπων αφού τους έντυσε στα ενδύματα άλλης εποχής, σαν να επιδιώκει να αναιρέσει τη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος απομακρύνεται από το σκοπό του από αιώνα σε αιώνα και αποξενώνεται. Λες και όλα συμβαίνουν σε παράλληλες συγχρονίες. Ο καλλιτέχνης φωτίζει το σκοτάδι της αμνησίας με το τεχνητό μοβ μία λάμπας black light. Μία πρόκληση της ανθρώπινης μνήμης. Η επίδοση του στην προσωπογραφία, τον έκανε να αναπτύξει την ικανότητα να ‘διαβάζει’ τους ανθρώπινους χαρακτήρες. Επιλέγοντας ποια από τα ατομικά τους χαρακτηριστικά θα τονίσει, ζυγίζει την ατομικότητάς τους και προβάλλει τη μαγεία της έκφρασής τους. Τα μοντέλα σχεδόν πάντα τοποθετούνται κατ’ ενώπιον με μία μικρή απόκλιση του σώματος. Τα μάτια και όχι άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου τονίζουν την παρουσία τους και σχηματίζουν την εντύπωση πως το βλέμμα του μοντέλου καθηλώνει καθιστώντας ανήσυχο το βλέμμα του θεατή που πέφτει πάνω στη σύνθεση του πίνακα. Συχνά, πολλοί από τους επισκέπτες του εργαστηρίου του Λάμπερτ αναφέρουν ότι ‘το έργο τους μιλάει’ και αυτό το καταλαβαίνουμε. Ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει εικόνες που προσφέρουν στον θεατή ψυχική γαλήνη και θετικές σκέψεις. Έτσι αναπτύσσεται ένα διαφορετικό είδος συνομιλίας ανάμεσα στον παρατηρητή και το μοντέλο χωρίς να ειπωθούν λέξεις. Γι’ αυτό το λόγο, νιώθει ότι ένας όρος που να περιέχει την έννοια της διείσδυσης στον κόσμο του πνεύματος όπως ‘πνευματική ζωγραφική’ ή ‘ζωγραφική του πνεύματος’ (spiritual painting) θα ταίριαζε να αποδώσει επιγραμματικά και να κατατάξει το συγκεκριμένο ζωγραφικό είδος.
Η ενότητα Τρίγωνο της Οδύσσειας, είναι περιπλοκότερη. Άρχισε να ζωγραφίζει τα έργα το 1996, μία χρονιά που σημαδεύτηκε από απανωτά θλιβερά προσωπικά συμβάντα. Στους τρεις πίνακες της σειράς επικεντρώνεται στην έννοια της επιστροφής: του Αδάμ, του ασώτου, του Οδυσσέα. Στη σειρά, φανερώνεται η επιθυμία του να κάνει ένα βήμα μακρύτερα από τις προσωπογραφίες και να εισάγει την αλληγορία -Ο Άσωτος Υιός-, τη μεταφορά –Η επιστροφή του Οδυσσέα-, το συμβολισμό –Η Νίκη του Αδάμ και της Εύας. Μεγαλώνει εξαιρετικά τις διαστάσεις της εικόνας, διατηρεί τον τονισμό των εκφραστικών χαρακτηριστικών του προσώπου που απελευθερώνει το βλέμμα και παράλληλα αναδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο των χεριών που κινούνται. Μικρές λεπτομέρειες της σύνθεσης όπως ένας κρίνος ή ένα μικρό κομμάτι πορφυρού υφάσματος κάτω από το λευκό, βαθαίνουν τις σκηνογραφικές εντυπώσεις. Το εξαιρετικό μέγεθος και οι θεατρικές πόζες των ημίγυμνων σωμάτων που ενισχύονται από την ιδιαίτερη χρήση του τεχνητού φωτός από εξωτερική πηγή, αφήνουν περιθώρια να ανατρέξουμε σε παραδείγματα από τη ζωγραφική του μπαρόκ. Επιπλέον η επιλογή ανθρώπων της καθημερινότητας για να αναλάβουν συγκεκριμένους ρόλους από την ιστορία και τη μυθολογία που επιθυμεί ο καλλιτέχνης, συνηγορούν στο γεγονός της συσχέτισης με την τέχνη του 17ου αιώνα.
Τα δύο είδη της ζωγραφικής του Χάρη Λάμπερτ -δύο όψεις του ίδιου νομίσματος- χαρακτηρίζει μία εντυπωσιακή επινόηση που αιτιολογείται από την παραμονή του στην Ιαπωνία και την απασχόλησή του με την τηλεοπτική διαφήμιση. Στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, του προσφέρθηκε η εμπειρία των τελευταίων εφαρμογών της υψηλής τεχνολογίας που την εφάρμοσε στους πίνακες με ξεχωριστή επιτυχία. Από το 1984 άρχισε να χρησιμοποιεί τον ειδικό φωτισμό της λάμπας black light σε συνδυασμό με φωσφορίζουσες χρωματικές πινελιές. Με το συγκεκριμένο συνδυασμό κατάφερε να κάνει την ίδια εικόνα να έχει δύο εκδοχές.
Όταν ο θεατής αντικρίσει τη ζωγραφιά στο φως της μέρας αποκομίζει την εντύπωση μίας επίπεδης μεγάλων διαστάσεων εικόνας. Τα σκηνογραφικά στοιχεία της σύνθεσης ενισχύονται όταν στο απόλυτο σκοτάδι η ακτινοβολία από τρία διαφορετικά είδη φωτισμού προσκρούσει στη ζωγραφική επιφάνεια. Σταδιακά και σε ελάχιστο χρόνο η εικόνα μεταβάλλεται χρωματικά. Η αθώα ματιά του θεατή καθηλώνεται στη διαδικασία της μεταμόρφωσης και στις αρετές της νέας εικόνας που εμφανίζεται ζωγραφισμένη με μαθηματική προοπτική και υπολογισμένο βάθος. Οι μορφές γίνονται πλέον ανάγλυφες από την ψευδαίσθηση της επέκτασής τους στον τρισδιάστατο χώρο. Οι λεπτομέρειες αποκτούν το δικό τους επίπεδο και ο πίνακας μετατρέπεται σε σκηνικό. Γι’ αυτό το λόγο, το συγκεκριμένο είδος ζωγραφικής μεγάλων διαστάσεων του Χάρη Λάμπερτ, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ‘ζωγραφική της νυκτός’. Πρόκειται για ζωγραφική άλλων διαστάσεων –για κάποιους ζωγραφική της ονειροφαντασίας-, μια ζωγραφική που τη διακρίνει η ευκρίνεια, εικόνες που χάρη στην τεχνική τους αρτιότητα ζωντανεύουν και αναπαύουν πάνω τους το βλέμμα του θεατή.
Δεν είμαι βέβαιος αν πρέπει να αποδεχτώ πλήρως την άποψη του Walter Benjamin ότι ‘τα πράγματα αντέχουν στα βλέμματα μόνον!’. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι το βλέμμα θα χαίρεται να γλιστρά στην εικόνα μίας καλής ζωγραφιάς που ενώ δεν της φαίνεται με το πρώτο βλέμμα, προκαλεί την έκπληξη όταν οι εξωτερικές συνθήκες μεταβάλλονται για να επέμβουν στην εικόνα. Πόσο περισσότερο όταν η σκέψη ενεργοποιείται ώστε να παίζει με την ύπαρξή μας φορώντας μάσκες που μπορεί να τις εναλλάσσει. Άλλοτε τη χάρτινη μάσκα της αθωότητας που δεν επιθυμεί να αναλύσει τίποτε τριγύρω της και άλλοτε, τη σιδερένια μάσκα της εκλογικευμένης διανόησης που αναζητά να εφαρμόσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο κρανίο. Γι’ αυτό το λόγο η πνευματική απεικόνιση της πραγματικότητας, μέσα από τους διαχρονικό ταξίδι της σκέψης θα είναι ότι σημαντικότερο μπορεί να πει η ζωγραφική στον σύγχρονο άνθρωπο που χαίρεται τα επιτεύγματα της τεχνολογικής εικόνας.
Συνήθως, όσοι συνεχίζουν μέχρι το τέλος της ζωής τους να αναρωτιούνται πάνω στο σκοπό της ύπαρξης, καταλήγουν στην άποψη ότι καθένας μας μετενσαρκώνεται σε διαφορετικές εποχές πάνω στη γραμμική πορεία που αντιλαμβανόμαστε το χρόνο με κατεύθυνση προς έναν στόχο. Πολλοί επιθυμούν τη θεϊκή πλήρωση δηλαδή, να αποτελέσουν τμήμα της θείας τελειότητας, μέσω της σωματικής και της ψυχικής άσκησης. Άλλοι επιθυμούν να δημιουργήσουν κάποτε την ιδανική κοινωνία δηλ. να φτάσουν την ύλη στην πιο εξελιγμένη της μορφή ώστε να τελειοποιήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά στα όρια της κοινωνικής ομάδας. Το πρόβλημα παραμένει: τι στην ευχή μας κάνει να θέλουμε να εξελιχτούμε; Μήπως και οι δύο δρόμοι μας οδηγούν στην ουτοπία, δηλ. έναν απροσδιόριστο χώρο που κινούνται τα όνειρά μας και κάθε εξιδανικευμένη επιθυμία μας;. Ουτοπία είναι η φυγή μας! Οτιδήποτε απορρίπτουμε στον κόσμο, οτιδήποτε προκαλεί τραυματική εμπειρία της καθημερινότητας δεν έχει θέση στον κόσμο της ουτοπίας επειδή εμφανίζεται διορθωμένο.
Ας επιστρέψουμε στα τρία έργα της σειράς Τρίγωνο της Οδύσσειας, στα οποία εμπλέκεται ο αρχαίος μύθος με τη χριστιανική παραβολή. Στα συγκεκριμένα έργα ο Λάμπερτ, επιχειρεί να αποκαλύψει το σκοπό του ανθρώπου στο σύμπαν. Στη θεολογική του έρευνα να συλλάβει το ‘αεί υπάρχον Εν’, ο Λάμπερτ περπατά στα χνάρια της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Στον Άσωτο Υιό, δεν προέχει η μετάνοια και η ικεσία για συγνώμη του γονατιστού ημίγυμνου νέου όσο η ικεσία του για την ‘αληθινή’ γνώση. Είναι η ταπεινή επίκληση προς τα πάνω (Θείο Εν) για μία οριστική απάντηση στο βασικό ερώτημα (αεί), που θα έπρεπε τέλος πάντων να πάρουμε, αν επιστρέφαμε διαρκώς στη γη. Αν η επιστροφή δε φέρνει πλησιέστερα στη γνώση τότε είναι ταλαιπωρία! Ο Άσωτος υιός κοπιάζει και αγωνιά στην εσωστρεφή διαδικασία αναζήτησης. Το θείο, ότι ο Ξενοκράτης ταυτίζει με το παν (εν ταυτόν τε παν) απαιτεί υπεράνθρωπη προσπάθεια να επιτευχθεί. Στον δεύτερο πίνακα, ο άσωτος υιός αλλάζει ρόλο σε Οδυσσέα.
Στην Επιστροφή του Οδυσσέα, ο ήρως που έχει επιλέξει να φύγει από τον τόπο του κατά τη διάρκεια του περιπετειώδους ταξιδιού του –στην Ιαπωνία, αφού τα έργα είναι αυτοβιογραφικά- βασανίζεται από ένα ερώτημα: θα επιστρέψει στα πάτρια εδάφη; Το ερώτημα που τίθεται με την εμμονή της επιστροφής εγγράφεται ως νεύρωση στην υπόλοιπη ζωή του ήρωα. Η Επιστροφή του Οδυσσέα, από τον 8ο αιώνα π.Χ. καθιερώθηκε ως η πιο ουσιώδης ισχυρή μεταφορά του σκοπού της ύπαρξης. Οι περιπέτειες της ζωής τροφοδοτούν την προσωπική εμπειρία με τη ‘αληθινή’ γνώση που είναι στραμμένη στην αναζήτηση του θείου. Αλλά το ερώτημα παραμένει, ποιες είναι οι απολαβές μίας τέτοιας περιπέτειας; Ο καλλιτέχνης το προτείνει εικονογραφικά στο τρίτο έργο της σειράς, Η Νίκη του Αδάμ και της Εύας. Η αρμονική συνύπαρξη του άνδρα με την γυναίκα αποκαλύπτεται ως το σημαντικότερο δώρο μιας κατ’ επιλογήν εσωτερικής ζωής. Ο Αριστοτέλης σε κοινωνικό επίπεδο περίγραψε την αρίστην πολιτείαν (το άριστο πολίτευμα), ως εκείνο που κάθε πολίτης πράττει τα άριστα και ζει βίο ήρεμο. Όμως η ιστορία της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι τόσο περίπλοκη που δεν είμαι σίγουρος ότι στοχεύει στην ιδανική τελειότητα. Σίγουροι πρέπει να νιώθουμε μόνον όταν οι ιδέες μας τροφοδοτούν με εικόνες που γίνονται ασφαλή καταφύγια της ψυχής μας στον πόνο και τη χαρά, σε χρόνους και σε τόπους που μπορούμε να αναπλάσουμε, σε σχέσεις που μπορούμε να επανεξετάσουμε και να τις ορίσουμε κατά το δοκούν.
Γι’ αυτό ο Χάρης Λάμπερτ επέλεξε την εποχή του μεταμοντερνισμού, να είναι ο καλλιτέχνης που θα χρησιμοποιεί την υψηλή τεχνολογία καθώς σκέφτεται στα νεοπλατωνικά πρότυπα της αναγέννησης έναν θεολογικό ουμανισμό. Να επιλέγει εκφραστικές διατυπώσεις από τις τεχνικές της αναγέννησης –την λιτότητα του Da Vinci, την εξπρεσιονιστική έκφραση του Tiziano, τον δυναμισμό του Michelangelo- και να δημιουργεί εικόνες πνευματικής ποπ με αποτέλεσμα να ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη σημερινή τέχνη που θα το χαρακτηρίζαμε ‘New Renaissance Art’.

(1999)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου