Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ο ζωγραφικός θάνατος του Έκτορα από τον Γιάννη Αντωνόπουλο


 Αμέτρητες οι σπουδές των ζωγράφων πάνω στο ξαπλωμένο κορμί. Εντούτοις, λίγες μαγνητίζουν το βλέμμα και ακόμη λιγότερες εκείνες που μετατρέπουν την κλίση σώματος σε δραματική πτώση με τον βαρύγδουπο ήχο της επαφής του κορμιού με το χώμα να φτάνει στα αυτιά του θεατή. Στην πρόσφατη σειρά έργων με θέμα τον «Θάνατο του Έκτορα» ο Γιάννης Αντωνόπουλος υποβάλει σε δοκιμασία τον άπνοο ορθολογισμό μας. Με αφορμή την ποιητική αφήγηση για το δράμα του Έκτορα που είναι και το δράμα της Τροίας, απόφυγε επιμελώς την περιγραφή και προχώρησε στην ερμηνεία. Από τις ζωγραφιές του απουσιάζουν τα ιστορικά περιγραφικά στοιχεία που θα έδιναν την εντύπωση μιας εικονογράφησης του ποιητικού επεισοδίου έτσι ώστε, ο θεατής να απελευθερωθεί από κάθε συσχέτιση με χρονοτοπικά αίτια και αποτελέσματα.
Ο Αντωνόπουλος επανέλαβε περισσότερο από δέκα φορές την ίδια ιδέα: ένας άψυχος ανδρικός κορμός απλωμένος πάνω σε μια γκρίζα ή δίχρωμη επιφάνεια που την ορίζει η αντιπαράθεση λευκών και μαύρων χρωματικών πεδίων. Το σώμα, σε ποικίλες προοπτικές εκδοχές, κείτεται και άλλοτε πέφτει πάντα πάνω στο πεδίο του μαύρου και ενισχύει το πεπρωμένο του νεκρού που δεν μπόρεσε να ανυψωθεί πάνω από τη μοίρα του και να αντιμετωπίσει το αδύνατο. Το μαύρο και το λευκό αποσπούν το γεγονός από τον μυθικό του χρόνο και εντάσσουν τα κλέα ενός ανώτερου τύπου ανθρώπου στην αιωνιότητα. Το μαύρο υπάρχει για να ενισχύει την αγνότητα του λευκού. Στην ομηρική μάχη η ηθική του γενναίου πολεμιστή είναι η ηθική ενός λαού που κερδίζει τα πάντα με τα όπλα στο χέρι γι’ αυτό δύναμη και τιμή ταιριάζουν στον μαχητή που συνεχίζει να βλέπει το φως της μέρας.
Ο Αντωνόπουλος δεν μας καλεί να ενδιαφερθούμε για την τύχη του ομηρικού ήρωα αλλά για τα συναισθήματα και τα πρότυπα ήθους που προβάλλονται ως σταθερές της ανθρώπινης ύπαρξης με διαχρονική αξία. Βεβαίως ο Όμηρος δεν ήταν ιστορικός, ήταν ποιητής. Κι η ποιητική αλήθεια θηρεύοντας τις αιώνιες αξίες απέχει μακράν από την ιστορία που εμμένει στα συγκεκριμένα γεγονότα. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε εικονογράφηση ποτέ δεν πρόκειται να είναι πιστή στο πνεύμα του ποιήματος αλλά στο πνεύμα της εποχής του εικονογράφου. Γι’ αυτό και ο Αντωνόπουλος εστιάζει στην ένταση που αντλεί ο νους από την επιφάνεια όπου κείτεται ζωγραφισμένο το άψυχο σώμα. Ένα δυνατό σχεδιασμένο ανδρικό κορμί είναι ταυτόχρονα ένα συγκεκριμένο γεγονός και μια σειρά αφηρημένων εννοιών που σχετίζονται και παραπέμπουν στη διαχρονία των ηθικών αξιών του ανθρώπου. Αυτή τη πολυσυζητημένη ‘διαχρονία των ηθικών αξιών’ απομονώνει ο Αντωνόπουλος όταν απομονώνει την μορφή και την αφήνει στην τύχη της: Να χαθεί στην απορροφητικότητα της μαύρης επιφάνειας, νικημένη και αδρανής ‘να φαγωθεί από το μαύρο σκοτάδι’. Κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, μονές και διπλές, κάθετες και οριζόντιες στενές λωρίδες άλλοτε να εμπεριέχουν και άλλοτε όχι το όνομα του Έκτορα στην Γραμμική γραφή Β’, παρεμβαίνουν για να ζωηρέψουν τον διάλογο ανάμεσα στην αφαίρεση και την εικονιστικότητα και άλλοτε για να γεφυρώσουν τη σκέψη με την αντίληψη.
Ο Αντωνόπουλος ανταποκρίνεται σε μια βαθύτερη ανάγκη να συνταιριάζει την ιστορική μνήμη που την αποδίδει με τα αφαιρετικά χρωματικά πεδία, με την εμπειρία της καθημερινότητας που εξαντλείται στην εξπρεσιονιστική περιγραφή του άψυχου κορμού και την αρχαιολογία της γνώσης που εμφανίζεται με την αρχιτεκτονημένη δόμηση των γραμμάτων. Αυτή η σύμπραξη μνήμης, συναισθημάτων και γνώσης τον είχε οδηγήσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην ενότητα «Γραφές» όπου εκεί στην κυριολεξία έσκαψε να αποκαλύψει την ενέργεια και το γραμμικό δυναμισμό των γραμμάτων των προελληνικών γραφών (της ύστερο-κυπριακής γραφής, της Γραμμικής Β’, της Ύστερο-Κύπρο-μινωικής γραφής). Στη γραφή ανακάλυψε την αισθητική και την ιστορική μας εξέλιξη καθώς κατανοούσε το βάθος της γνώσης που είναι ενσωματωμένο στη γλώσσα μας. Σήμερα γνωρίζουμε, μετά την αποκρυπτογράφηση (1956) των πινακίδων της Πύλου και της Κνωσού από τους John Chadwick και Michael Ventris, ότι στη Γραμμική γραφή Β’, τη γραφή των Μυκηναίων, προϋπάρχουν του Ομήρου τα ονόματα του Έκτορα [e-ko-to], του Τρως [to-ro] του μυθικού ιδρυτή της Τροίας και του Αχιλλέα [α-ki-re-u]. Και μπορεί να μην έχει τόση βαρύτητα αν οι Τρώες ήταν ελληνόφωνοι όση αξία έχει το γεγονός ότι ο Όμηρος βάζει τους Έλληνες και τους Τρώες να συνδιαλέγονται μεταξύ τους στα ελληνικά. Γι’ αυτό, στους πρόσφατους πίνακες του Αντωνόπουλου όπου υπάρχουν λέξεις της Γραμμικής Β’ δεν εμφανίζονται ως στολίδια της πολεμοχαρούς Ιλιάδας αλλά ως δυναμικά ίχνη της πρωτοελληνικής γλώσσας μας στην οποία σωρεύτηκε από τότε μέχρι σήμερα το βαρύ φορτίο της πορείας ενός λαού. Η ζωγραφική του Αντωνόπουλου δεν είναι μια ρομαντική φυγή στο παρελθόν, δεν είναι ένα φαινόμενο μισονεϊσμού αλλά μια γενναία πρόταση στον Νεοέλληνα να βιώνει με απόλυτη συνείδηση.
Πριν την τελική αναμέτρηση με τον Αχιλλέα, ο γέρο-Πρίαμος μίλησε στον Έκτορα για την τιμή που εξίσου ενδιαφέρονταν Θεοί και άνθρωποι: «στο νέο που σκοτώθηκε στον πόλεμο σπαραγμένος με κοφτερό χαλκό του πάει όπως κι αν κείτεται κι ας είναι σκοτωμένος, όλα του είναι όμορφα, ότι τυχόν φανεί…» (Ιλιάδα, Χ, 71-73). Και ο Αχιλλέας όταν αφαίρεσε το θώρακα από το νεκρό κορμί του Έκτορα και οι Αχαιοί έτρεξαν να το θαυμάσουν τρυπώντας το καθένας με το σπαθί του, αναφωνούσαν πόσο μαλακότερο ήταν τότε, παρά, όταν τους έκαιγε τα πλοία τους!
Η ενότητα ολοκληρώνεται με τρία πρωτότυπα και αποκαλυπτικά δίπτυχα. Στο πρώτο δίπτυχο, διαστάσεων 200x120 εκ. το μαύρο τραπεζοειδές πεδίο όπου κείτεται ο νέκυς ισορροπεί ανάμεσα στην μονόχρωμη αντιπαράθεση του γκρι με το πηχτό κίτρινο χρώμα. Ο μετεωρισμός του μαύρου πεδίου που προκαλεί η εκρηκτική σύγκρουση των δύο χρωμάτων δεν αφήνουν περιθώρια άλλα από το να σκεφτούμε την αποθέωση του Έκτορα. Στο δεύτερο δίπτυχο, διαστάσεων 260x180 εκ., η σκηνή διαδραματίζεται στον εσωτερικό χώρο όπου τέσσερες μορφές βλέπουν και απορούν γύρω από τον νεκρό ήρωα. Ο Έκτωρ ανήκει στη νέα γενιά των ελεύθερων και δυναμικών ανθρώπων και ο θρήνος δεν τους ταιριάζει. Μόνο η πέμπτη μαυροφορεμένη ηλικιωμένη μορφή, του Πρίαμου που φέρνει τα δυο χέρια το κεφάλι θρηνώντας εκπροσωπεί τη γενιά των ευλαβών και θεοσεβούμενων τους οποίους ο Έκτωρ είχε περιφρονήσει όταν δεν έλαβε υπόψη του τα οράματα και τα σημάδια τα’ ουρανού. Στο τρίτο δίπτυχο, διαστάσεων 200x120 εκ., συνδυάζεται το τελάρο της γραφής το οποίο εμπεριέχει ένα τρίγλωσσο κείμενο στην γραμμική β’, την αρχαϊκή και την λατινική με το τελάρο του νεκρού και είναι ένας φόρος τιμής στην αρετή του Έκτορα, την ανεξαρτησία του πνεύματός του και τη σωματική του ευρωστία. Ο Αντωνόπουλος ζωγράφισε τρία ιδεατά δίπτυχα ώστε ο θεατής να διερευνήσει και άλλες εκδοχές στο θέμα και να αποκαλύψει το νόημά του. Χωρίς να υποκύψει στην ρητορική της ρεαλιστικής αφήγησης κράτησε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην αφηρημένη τέχνη και τη ζωγραφική των χρωματικών πεδίων και δημιούργησε μια γοητευτική και ζωηρή εκδοχή ενός ομηρικού επεισοδίου. Και ακριβώς αυτή η νέα προσέγγιση αποτελεί ένα νέο ορόσημο στην επανεξέταση των Επών.
(κείμενο καταλόγου, γκαλερί έκφραση, 2007)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου