Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Άλκης Αστράς: Η Χαρμολύπη της Σιωπής

 
«…βαστώντας την ανάσα κι ισορροπώντας στο πιάτο
τη φέτα του φεγγαριού
τη σκιά που ταράζει η σιωπή
βάζει τον κατηγορούμενο με τα μάτια δεμένα
να φωτογραφίζει..»

Picasso, Είδες Ποτέ Σου Γλώσσα Πιο Κακιά (1935)

Το τρίτο κατά σειρά φωτογραφικό λεύκωμα του Άλκη Αστρά, με αφορμή τις επάλληλες επισκέψεις του στο Άγιο Όρος, τιτλοφορείται Σιωπή. Οι εικόνες ωθούν τον αναγνώστη σε μία μορφή επικοινωνίας που βασίζεται στην αγλωσσία, την παύση, το αποσβόλωμα, την μικρή…βαριά…παγερή…νευρική σιωπή. Ο Άλκης Αστράς επέλεξε τη συνωμοσία της σιωπής, για να μας πει περισσότερα από όσα οι φωτογραφίες του μας μεταδίδουν και μας υποχρεώνει να ερευνήσουμε το ενδεχόμενο, μήπως υπάρχει κάτι που προσπαθεί να μας κρύψει. Η Σιωπή γίνεται ο δεσμός που αγκαλιάζει τους μυημένους στην εμπειρία της πνευματικότητας, αυτούς που προετοιμάζονται να δεχτούν τα μυστικά της και αυτούς που αμύητοι ψάχνουν για την γνώση που τους αρμόζει. Ο ίδιος, μοιάζει να συγχρονίζεται με τον θεοσοφικό συλλογισμό του Kazimir Malevich ότι:

«…Όλα είναι ακινητοποιημένα στην αιωνιότητα της κίνησης, τίποτα δεν χρειάζεται πλέον καμία τελειότητα, κανένα σιγύρισμα...ο άνθρωπος σκέφτεται την τελειότητά του ενώ η φύση δεν την σκέφτεται πια, και ίσως οι σκέψεις τους να μην ταιριάζουν…ωστόσο ο άνθρωπος προσπαθεί να αλλάξει τα πάντα στη φύση, να την τελειοποιήσει…στα μάτια του, η φύση έγινε ένα μυστήριο που υψώνεται μπροστά στο σκεπτόμενο μέτωπό του, τα μάτια του το κοιτάζουν προσεκτικά, η ακοή του παραμονεύει, η λογική βάζει όλη τη δύναμη της εξυπνάδας της για να διαπεράσει το μυστήριο, αλλά δυστυχώς το άπειρο δεν έχει ούτε οροφή, ούτε πάτωμα, ούτε θεμέλια, ούτε ορίζοντα έτσι ώστε η ακοή του ανθρώπου να μπορεί να αντιληφθεί το θρόισμα της κίνησης, το μάτι του να μπορεί να δει την άκρη, και το πνεύμα του δεν μπορεί να γνωρίσει τίποτε σε βάθος…η λογική δεν μπορεί να εξηγήσει λογικά, η κρίση να κρίνει, γιατί δεν υπάρχει τίποτα στη φύση που να μπορεί να εξηγηθεί λογικά, να κριθεί, να εξετασθεί.

Στη σιωπή συντελείται κάθε είδους μετάβαση και μεταμόρφωση. Μπροστά στη ράχη της Σέριφος, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία, έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης. Όποιος περάσει από την πύλη της σιωπής βρίσκεται αντιμέτωπος με τη ίδια την φύση του, την ‘κρυψώνα’ της σκέψης, της ψυχής και της καρδιάς στα όρια της οποίας ο καλλιτέχνης επικοινωνεί μαζί του. Η ηρεμία μερικές φορές ομιλεί δυνατότερα από τον ήχο και η αλαλία γίνεται ευφράδεια (Wassily Kandinsky). Εσωστρεφής και μελαγχολικός από την αδυναμία της ακουστικής επικοινωνίας με τον κόσμο μέχρι την χρονιά που πέθανε ο Francisco Goya (1746-1828), ζωγράφισε τις 14- μαύρες τοιχογραφίες στο ‘Σπίτι του Κουφού’ στις οποίες, οι καλλιτέχνες που ακολούθησαν, αναζήτησαν αφορμές για να δημιουργήσουν μία νέα εικονογραφία που θα τους έφερνε βαθιά στα μυστικά της σιωπηλής γνώσης. Το Χάος και ο Έρως, η Φύση και η Ψυχή, η Νοσταλγία και η παγκόσμια Μουσική ως η εσώτερη ουσία της γεωμετρίας του σύμπαντος, από τον 18ο αιώνα και δώθε, έγιναν τα θέματα για κάθε ρομαντικό και νέο-ρομαντικό συλλογισμό που αντιτιθόταν στην λογική της υλικής εξέλιξης και της επιστημονικής εξήγησης. Η εσωτερική προπαρασκευή του καλλιτέχνη ήταν συνώνυμη της ασκητικής προπαρασκευής για την σύλληψη της ιδέας και την πραγματοποίηση του έργου.
Ο Άλκης Αστράς κούρασε πολύ το μυαλό και το σώμα του σ’ ένα ευρύ πεδίο δράσης, μέχρι να ανακαλύψει το αντίβαρο στον πολιτισμό του θορύβου. Πριν τον 19ο αιώνα, η ζωγραφική ήταν η τέχνη της σιωπής έγραψε ο Carlo Carrá στο φουτουριστικό μανιφέστο Η Ζωγραφική των Ήχων, των Θορύβων και των Μυρωδιών (1913), και σε μία μικρή πρόταση εξίσωσε είκοσι-πέντε αιώνες παρελθόντος με το επερχόμενο θορυβώδες μέλλον της ταχύτατης εκβιομηχάνισης των πόλεων. Από την εποχή της εκβιομηχάνισης μέχρι τις μέρες μας, Θόρυβος και σιωπή έγιναν τα δομικά στοιχεία της ποίησης, της μουσικής και της εικόνας που περιχαρακώνουν τις κινήσεις της συνειδητής ανθρώπινης κρίσης. Ο θόρυβος συνδέθηκε με την εξωστρέφεια και η σιωπή με την εσωστρέφεια. Σε απόλυτη σιωπή, το διάστημα 1944-1966, ο Marcel Duchamp έφτιαξε το τελευταίο έργο που αποκαλύφθηκε μετά τον θάνατό του. Το Etant Donnés (Δεδομένο): 1o La Chute deau (=Ο Καταρράκτης), 2o le gaz d’ éclairage (=Το Φωταέριο), ένα ερωτικό περιβάλλον, εξαιρετικής κατασκευαστικής ακρίβειας και μεγάλης επιδεξιότητας που θεωρήθηκε εξίσου ένα ‘έργο-γρίφος’ όπως το Μεγάλο Γυαλί (1915-23.Ύψος 272,5 Χ 175,8 εκ. πλάτος. Ν.Υ.). Ως απάντηση στην παροιμιώδη σιωπή του Duchamp, ο Joseph Beuys δραστηριοποιήθηκε στον πολιτικό-κοινωνικό διάλογο με το κοινό μέσω της ‘δράσης’ Η Σιωπή του Marcel Duchamp Είναι Υπέρ-Εκτιμημένη (The Silence of Marcel Duchamp Is Overrated, 1964).
Η σιωπή όμως, δεν μπορεί να οριστεί μας λένε οι φιλόσοφοι. Στην πραγματικότητα βρίσκεται πολύ πέρα από κάθε γλωσσική έκφραση. Ως εμπειρία είναι αδιόρατη και ως φαινόμενο είναι μία κατάσταση περισυλλογής, ενόρασης και αισθαντικότητας του χώρου, ισχυρίζονται οι μύστες. Στην ‘ατραπό της γνώσης’ η είσοδος του μαθητή του απόκρυφου γίνεται αθόρυβα και απαρατήρητα (Rudolf Steiner). Στον πίνακα Η Σιωπή Κατοικεί στα Σπίτια, ο Pierre Matisse μας υπέδειξε με χρώματα πώς αφυπνίζεται η αισθαντικότητα του χώρου, πώς ωριμάζουν οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και πώς το συναίσθημα γίνεται η τροφή της ψυχής.
Σχεδόν για πέντε δεκαετίες ο Άλκης Αστράς ταξιδεύει αδιάκοπα και φωτογραφίζει ανθρώπους και τοπία που στη συνέχεια επιλεκτικά μεταφέρει τα θέματά του στον μουσαμά με την ιδιότητα του ζωγράφου. Από την παρατήρηση του κόσμου μέσω της φωτογραφικής μηχανής, προχωρούσε στην μεταμόρφωση του κόσμου με τους κανόνες της αισθητικής όμοια με τον Σιμωνίδη ο οποίος την ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει (Πλούταρχος). Η δεξιοτεχνία του, ως φωτογράφου συμπληρωμένη από την επιδεξιότητα του ζωγράφου του επέτρεψε να δημιουργήσει εικόνες (φωτογραφικές και ζωγραφικές) εξαιρετικής εμβρίθειας αφού και οι δύο ιδιότητες του δίνουν το δικαίωμα να στρέφει το βλέμμα του σε όλα τα πράγματα χωρίς καμιά υποχρέωση να εκφράσει εκτιμήσεις. Στον ζωγράφο και τον φωτογράφο, η γνώση και η δράση συχνότατα δείχνουν ανίσχυρες.
Η εξάσκηση της όρασης με το Μάτι της Σιωπής (Max Ernst, 1944, λάδι σε μουσαμά, 80Χ110εκ. University in St. Louis Collection), παρατηρώντας τον κόσμο οδηγούσε πάντα στο ίδιο σκληρόβραχο Μονοπάτι της Σιωπής (Frantisek Kupka, 1900, Παστέλ 58Χ65εκ. Ιδιωτική Συλλογή). Εκεί, όπου συναντιούνται η ουσία και η ύπαρξη, το πραγματικό και το φανταστικό, το ορατό και το αόρατο ο Jackson Pollock ζωγράφισε τους Φρουρούς του Μυστικού (1943, λάδι σε μουσαμά, 123Χ192εκ. San Francisco Museum of Modern Art). Προφανώς για να δείξει, ότι η απόσταση από τη μία πλευρά που μας οδηγεί στο άλλο άκρο του θορύβου, είναι εξίσου απέραντη όσο και ανύπαρκτη. Παρόμοια με τη σχέση του σκοταδιού με το φως, της πολυχρωμίας με την μονοχρωμία, του μαύρου με το λευκό.
Λευκός Μουσαμάς. Φαινομενικά: πραγματικά κενός, σιωπηλός, αδιάφορος. Σχεδόν χαζός. Στην πραγματικότητα: γεμάτος εντάσεις με χίλιες σιγανές φωνές, γεμάτος προσδοκίες θα πει ο Wassily Kandinsky με σκοπό να μας θέσει το πρόβλημα και την αξία της όρασης πάνω στα αντικείμενα που βλέπουμε και την ιδέα που έχουμε για τον κόσμο. Αλλιώς, γιατί κάποιοι να μιλήσουν για το ‘δυνάμωμα της εσωτερικής όρασης’ (H.P.Blavatsky) και άλλοι για το άκουσμα του ένδον ήχου (Wassily Kandinsky) αν τα πνεύματα ήταν ορατά στο εξωτερικό μάτι και ακούγαμε τις φωνές τους στο αυτί μας;

Όλα τα νεκρά πράγματα έτρεμαν. Όχι μόνο τα ποιητικά αστέρια, φεγγάρια, δάση, άνθη, αλλά και η γόπα στο σταχτοδοχείο, το άσπρο κουμπί που πεσμένο στο δρόμο σε κοιτάει μέσα απ’ τη λούμπα του υπομονετικά, η πειθαρχική φλούδα του δέντρου που τη σέρνει ένα μερμήγκι με δύναμη ανάμεσα απ’ τα ψηλά χορτάρια, χάρη κάποιου αόριστου και σπουδαίου σκοπού, το φύλλο απ’ το ημερολόγιο προς το οποίο κατευθύνεται το συνειδητό χέρι και το ξεκολλάει απ’ τη ζεστή συντροφιά των υπολοίπων φύλλων, όλα μου έδειξαν την όψη τους, την εσωτερική τους ουσία, τη μυστική ψυχή που συχνότερα σιωπά παρά μιλάει…μου ήταν αρκετά για να συλλάβω με όλες μου τις αισθήσεις τη δυνατότητα και την ύπαρξη της Τέχνης που ονομάζεται Αφηρημένη… (Wassily Kandinsky).

Το 1952, οι λευκοί πίνακες του Robert Rauschenberg ενέπνευσαν στον John Cage την πιο γνωστή μουσική σύνθεση, 4’33’’, κατά την οποία, ένας πιανίστας καθισμένος μπροστά στο πιάνο του ανοιγόκλεινε κάθε τρεις κινήσεις το καπάκι του πιάνου σε απόλυτη Zen σιωπή. Η μουσική ήταν μία κίνηση από τη δομή στην διαδικασία, σαν ένα αντικείμενο που έχει τμήματα, η μουσική υπάρχει χωρίς αρχή, μέσον και τέλος, όπως ο άνεμος. Και πάλι, στην Σιωπή, την δημοσιοποιημένη συλλογή των διαλέξεων και των κειμένων του μέχρι το 1961, ο Cage αναρωτήθηκε για το σκοπό να γράφει μουσική ή, ο καθένας να μπλέκει σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική δράση. Ο σκοπός, έγραψε το 1957, είναι το ‘άσκοπο έργο’ που είναι μία επιβεβαίωση της ζωής- αλλά όχι μία προσπάθεια να τακτοποιήσουμε το χάος ούτε να προτείνουμε διορθώσεις στη δημιουργία, απλώς να αφυπνιστούμε στην ζωή που ζούμε που είναι υπέροχη στο μυαλό και τις επιθυμίες μας και μας επιτρέπει να ενεργούμε με τη θέλησή της.
Όλα αυτά τα χρόνια, ο Άλκης Αστράς ίσως κατάφερε να γνωρίζει τις πιο μύχιες προθέσεις των ενασχολήσεων του ίσως, ακόμη και να τις αγνοεί γι’ αυτό να αφήνει τον θεατή στη ανασφάλεια της σιωπής να λύσει τους γρίφους των εικόνων και τα αινίγματα της σκέψης. Εστιάζοντας μέσω του φακού προσπαθεί μέχρι σήμερα να οικειοποιηθεί εκείνο που καθήλωνε το βλέμμα του. Ζωγραφίζοντας στο μουσαμά ότι είχε εστιάσει στο κάδρο του φακού του, αφομοιώνει, συγκροτεί και μεταμορφώνει σε σκέψη εκείνο που είχε προκύψει μέσα από την παρατήρηση ενός παράξενου συστήματος ανταλλαγών ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.

Το ζητούμενο είναι να κατανοήσουμε ότι τα σάρκινα μάτια μας είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλοί δέκτες του φωτός, των χρωμάτων και των γραμμών: υπολογιστές του κόσμου, οι οποίοι έχουν το χάρισμα του ορατού…εργαλείο το οποίο κινείται μόνο του, μέσον το οποίο επινοεί τους σκοπούς του, το μάτι είναι αυτό το οποίο έχει συγκινηθεί από μία ορισμένη επαφή του με τον κόσμο, την οποία αποδίδει και πάλι στο ορατό μέσα από τα ίχνη του χεριού του (Maurice Merleau-Ponty).

Ο Άλκης Αστράς φαίνεται να εκτιμά την σιωπή της μεταμόρφωσης στη ζωή της σκέψης του περισσότερο από τη ζωγραφική και την φωτογραφία σαν μεθόδους σκέψης. Γι’ αυτό, η συνειδητή εμμονή του να ωθήσει ως τα άκρα τη γοητεία της εικόνας περιθάλπει ένα είδος σεβασμού και θαυμασμού για τον κόσμο και τη ζωή, χωρίς να παραβιάζει την ανεξαρτησία κανενός. Καθώς έχει αναπτύξει σχέσεις με περιεχόμενο με τον εξωτερικό κόσμο σε όλα του τα φαινόμενα, προβάλλει τις φωτογραφίες του Αγίου Όρους ως ειλικρινείς μάρτυρες των στιγμών που μόνος και ήρεμος βυθίζεται στον εαυτό του. Σ’ αυτές, αντηχεί αυτό που έζησε και προετοιμάζεται μυστικά και ανυποψίαστα για να δεχτεί τις νέες εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου με πιο εκπαιδευμένη την ικανότητά του για νέα γνώση.
Οι στιγμές ηρεμίας και γαλήνης που διατρέχουν τις φωτογραφίες από τις επισκέψεις του στο βουνό της πνευματικότητας, ερεθίζουν τον θεατή να αναλογιστεί πάνω στο ουσιώδες και το ασήμαντο. Η εσωτερική γαλήνη γίνεται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Αυτή τη διαχωριστική γραμμή συνειδητοποιεί ο επισκέπτης του Αγίου Όρους και αυτήν κουβαλά μαζί του που τη διασφαλίζει με τη σιωπή, όταν φύγει πλέον από το Βουνό. Ο χώρος της εσωτερικότητας είναι η σιωπή. Ο θόρυβος του μηχανοποιημένου κόσμου μας απλά ζαρώνει το χώρο. Ο Άλκης Αστράς μέσα από τον φωτογραφικό φακό κατευθύνει το βλέμμα του σε σιωπηλούς χώρους και ασάρωτους πνευματικούς κόσμους. Ο θόρυβος της καθημερινότητας έχει σιγάσει γι’ αυτόν. Απλά τον περιβάλλει η σιωπή που θα τον βυθίσει στον κόσμο της σκέψης και στο χείμαρρο του πνευματικότητας.


(Δημοσιεύτηκε στο Άλκης Αστράς, Άγιον Όρος Σιωπή, Αθήνα, Νηρέας, 2003)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου