Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ο Επίπεδος Κόσμος του Αλέξανδρου Λιάπη


 Ο Αλέκος Λιάπης είναι ένας συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης του διανοητικού περιθωρίου. Γεννήθηκε στα Οινόφυτα Βοιωτίας και μεταξύ 1967-1976 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, αρχικά με την πρόθεση να σπουδάσει ιατρική, την οποία εγκατέλειψε μετά από επτά χρόνια μελέτης προς χάριν της φιλοσοφίας. Ένα χρόνο ανέχτηκε την ακαδημαϊκή προσέγγιση της φιλοσοφίας από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Βιέννης μέχρι που το 1974 ανακάλυψε τις απεριόριστες εκφραστικές δυνατότητες της ζωγραφικής. Την ίδια κιόλας χρονιά, σε μπαρ της Βιέννης άρχισε να κρεμά τους πρώτους πίνακες προς πώληση παράλληλα με άλλες χαμαλοδουλειές από τις οποίες κάλυπτε τα έξοδα παραμονής στη Βιέννη. Το 1976, φαίνεται πως οι εμπειρίες από την μποέμ και περιπετειώδη ζωή του έκλεισαν τον κύκλο μίας εκρηκτικής νεότητας καθώς ο καλλιτέχνης επέλεξε να επιστρέψει στα Οινόφυτα και να συνεχίσει να ασχολείται με τη ζωγραφική. Από το 1985, σπάνια εγκαταλείπει το σπίτι του στο Δήλεσι και τις αγαπημένες του ασχολίες, με τη γη και τα τελάρα. Τα έργα που ζωγράφισε μετά την επιστροφή του άρχισε να τα εκθέτει περιοδικά που και που από το 1981, σε Πνευματικά Κέντρα - της Θήβας, Αθήνας, Χαλκίδας-, χωρίς καμία φιλοδοξία.
Όποιος γνωρίζει τον καλλιτέχνη θα έχει διαπιστώσει ότι στερείται στοιχειώδους επιθυμίας να ενταχτεί στον ανταγωνιστικό χώρο της αστικής τέχνης. Η θέση του δεν είναι αδικαιολόγητη ούτε δηλώνει παραίτηση. Ξεπηδά από την ανησυχία του να δομήσει μία κοσμοθεωρία με την οποία να μπορεί να δώσει στοιχειώδεις απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο που βρίσκεται ακόμη σε επαφή με το εναπομείναν φυσικό περιβάλλον και παραμένει ανένταχτος στους μηχανιστικούς ρυθμούς της βιομηχανοποιημένης ζωής. Με όπλο την διαρκή μελέτη βιβλίων ιστορίας, φιλοσοφίας, ψυχιατρικής και λογοτεχνίας επιχειρεί να κατανοήσει την ανθρώπινη γνώση, παρακάμπτοντας τις αστικές νευρώσεις. Ο ίδιος προτιμά να ζωγραφίζει μικρών διαστάσεων τελάρα που εστιάζουν πάντα στον άνθρωπο και τις φαντασίες του. Αποφεύγει τις περιγραφές του εξωτερικού χώρου, αποφεύγει τις επικές εικόνες, αποφεύγει τα μεγάλα μεγέθη και τα κραυγαλέα πάθη που τα χρώματα συχνά μπορούν να παρασύρουν ένα ζωγράφο. Τα έργα του, όσο αφελή και να μοιάζουν, δείχνουν και στον πιο ανυποψίαστο θεατή, μία προσπάθεια να μελετήσει το νόημα των συναισθημάτων. Γι’ αυτό, πέρα από την πρωτοτυπία των τίτλων που επιλέγει, συχνά μικρά ποιητικά αποσπάσματα συμπληρώνουν την εκφραστική γλώσσα της ζωγραφικής του. Από μία άποψη, πρόκειται για μία νέο - ρομαντική στάση που χαρακτηρίζει τον καλλιτέχνη και η οποία ενισχύεται από την πρόθεσή του να εκθέτει τις ζωγραφιές του στο λαϊκό κοινό της περιφέρειας.
Σήμερα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τη ζωγραφική, είμαστε ανεκτικοί απέναντι σε κάθε είδους ‘καλλιτεχνικής αυθαιρεσίας’, έχουμε εξοικειωθεί με την διαφημιστική εικόνα και την τέχνη των μειονοτήτων (τέχνη των ομοφυλοφίλων, των γυναικών, των καλλιτεχνών του δρόμου, των ‘εγκλείστων’ κ.ά.), έχουμε αποδεχτεί τη μεθοδική διαδικασία του εμπορικού συστήματος που υποστηρίζει την ‘επίσημη’ τέχνη. Κοιτάζουμε τις καλλιτεχνικές εικόνες σαν ένα συνδυασμό μορφικών, χρωματικών και σχεδιαστικών στοιχείων και αναγνωρίζουμε σ’ αυτές τη δύναμη ή την ατονία της επικοινωνίας αλλά μέσα μας, έχει αδυνατίσει το μεγαλύτερο κριτήριο προσέγγισης ενός έργου τέχνης: το κριτήριο της έκπληξης.
Η έκπληξη παραπέμπει στην έλλειψη του συνειρμού, στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου των στοιχείων της ζωγραφικής πάνω στο τελάρο, στην παραποίηση, στον αυτοματοποιημένο ή λογοκρατικό μηχανισμό αναμόρφωσης της πραγματικότητας. Οι υπερρεαλιστές μας κληρονόμησαν τέτοιες εικόνες που «αναμόρφωσαν την πραγματικότητα με σύμβολα που άντλησαν από τα όνειρα», υπογραμμίζει ο Νικόλας Κάλας. Αν λάβουμε υπόψη, τις επιδράσεις που δέχτηκε η σκέψη του Λιάπη κατά την εννιάχρονη παραμονή στην πόλη του Sigmund Freud, οπότε είχε τη δυνατότητα να μελετήσει σε εύρος το επιστημονικό πεδίο της ψυχανάλυσης, μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν κοινό παρονομαστή ανάμεσα στα έργα του και την κληρονομιά των υπερρεαλιστών.
Στις εικόνες του Αλέκου Λιάπη, διαπιστώνουμε πως καταγράφονται και μορφοποιούνται σκέψεις γύρω από την ευτυχία, το χάος, τον φόβο, τα παραμύθια, την τρέλα, την αγάπη, τον έρωτα, το φως, το φεγγάρι, τη θάλασσα και τα πουλιά, την ψυχή, το φιλί, τον θάνατο και το μυστήριο της ζωής. Αυτές οι λέξεις δομούν την ανθρώπινη ύπαρξη και θα είμαστε αφελείς να ισχυριστούμε ότι δεν αποτελούν κοινό τόπο για εκατοντάδες καλλιτέχνες ανά τον κόσμο. Ο Λιάπης όμως, δεν ζωγραφίζει για να εξομολογηθεί αλλά διανοείται πάνω στις βασικές έννοιες που συνιστούν την πραγματικότητα της ύπαρξης. Αντί να παρασυρθεί στον χείμαρρο του υπερρεαλιστικού αυτοματισμού δοκίμασε μία δισδιάστατη μεθοδευμένη ανάπτυξη των αντικειμένων πάνω στο τελάρο.
Συχνά οι μορφές του εμφανίζονται έντονα εξπρεσιονιστικές και εκεί κατανοούμε ότι τα χρώματα που γεμίζουν τα περιγράμματά τους μπορεί να έχουν πολλούς και διαφορετικούς συμβολικούς ρόλους. Κάθε ρόλος αντανακλά διαφορετικές σκέψεις και κατ’ επέκταση, διαφορετικές εκδοχές στη ζωγραφική απόδοση των συναισθημάτων. Συχνά οι γραμμές των περιγραμμάτων αναπτύσσονται σε βιόμορφα σχήματα που καθώς απομακρύνονται από την αντικειμενική περιγραφή καταλήγουν σε φανταστικά παραμορφωμένες στενόμακρες, πεπλατυσμένες, σχεδόν στρογγυλές ή ελλειπτικές οντότητες. Πρόκειται για νέα σύμβολα που παράγει η σκέψη καθώς επιχειρεί να ορίσει τα σημεία εκείνα που μπορεί ο αναγνώστης να ταυτιστεί με τα συναισθήματα. Έργα όπως: Αντίλαλοι (1990), Τα Λόγια Που Δεν Λέγονται (1991), Αμίλητο Κίτρινο ή Αφανέρωτο Μυστικό (1993), Ανθρώπινες Σχέσεις (1994), Η Καρδιά Του Ποιητή (1996), δείχνουν τη διαρκή κίνηση της σκέψης απέναντι στα συναισθήματα που με τη σειρά τους ευθύνονται για τη δημιουργία των σχέσεων ανάμεσα στις μορφές του πίνακα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μορφές του Λιάπη εμφανίζονται σαν αναμνήσεις των ψυχικών αντιδράσεων και της διανοητικής ανάλυσης που τους υποβάλλει. Ωστόσο, ο συμβολισμός που αποκτούν δομούν έναν φιλοσοφικό κόσμο που πραγματεύεται διαρκώς σκέψεις.
Αυτός ο μηχανισμός σκέψεων δίνει αξία στην αναμόρφωση των ζωγραφισμένων σημείων πάνω στο τελάρο και επιτρέπει την απεριόριστη χρήση τους χωρίς να επέρχεται ποτέ συμβιβασμός ανάμεσα στην σκέψη και την εικόνα. Και τα δύο βρίσκονται σε διαρκή κίνηση: ούτε η σκέψη ακινητοποιείται ούτε η εικόνα αποδυναμώνεται. Αντίθετα, η σημασία τους ενισχύεται καθώς επιτρέπει πολλές νέες αναμορφώσεις των ζωγραφικών στοιχείων. Η νέα συμβολική αξία που αποκτούν τα εκ νέου αναμορφωμένα στοιχεία απλώνεται πάντα μεγεθυσμένη πάνω στις δύο διαστάσεις του πίνακα χωρίς να επιτρέπει παιχνίδια με τους κανόνες της προοπτικής. Και αυτό εξηγείται από την σχέση της σκέψης με το σημείο. Αν ο ζωγράφος θεωρούσε τη σκέψη ως αντανάκλαση της επιθυμίας του τότε θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την αυξομείωση της επιθυμίας σαν μία πραγματικότητα που θα έπρεπε να την αποδώσει σε τρεις διαστάσεις ώστε να πετύχει την οφθαλμαπάτη της. Ο Freud όμως μας υπέδειξε πως τα συναισθήματα δεν αντανακλούν επιθυμίες αλλά αντιδράσεις που αιωρούνται όπως οι σκέψεις. Γι’ αυτό, ο Λιάπης δημιουργεί έναν επίπεδο χώρο ώστε να απλώσει σε ύψος ή σε πλάτος τις κινήσεις τους. Έτσι, απομακρύνεται από την ανάγκη του βάθους που επιβάλλει η πραγματικότητα που αποδίδεται με την προοπτική και επιχειρεί σε παράλληλα επίπεδα να ξεδιπλώσει τον αρχετυπικό ρόλο των συναισθημάτων. Αυτό, του επιτρέπει μία αυθαίρετη σχηματοποίηση των συναισθημάτων αφού όλοι τα βιώνουμε αλλά πάντα σε διαφορετικό βαθμό και χωρίς ποτέ να μπορούμε να τα αντικρίσουμε. Για παράδειγμα, στο ‘Ζευγάρι του Μέλλοντος’ (1995), που παραπέμπει σε ακανόνιστα επίπεδα σχηματοποιημένα ειδώλια, τα δύο ανθρώπινα πρόσωπα που θυμίζουν πουλιά σε προφίλ δεν έχουν ατομικά χαρακτηριστικά που πιθανόν θα μας βοηθούσε να ξεχωρίσουμε το αρσενικό από το θηλυκό. Ο ζωγράφος εστιάζει στη διαφορά ανάμεσά τους στη διαφορά των χρωματικών πεδίων: κόκκινο για την ανδρική και γαλάζιο για τη θηλυκή μορφή που παραπέμπει στο γαλάζιο του σύμπαντος. Στο γαλάζιο, δημιουργεί ένα παραθυράκι με κίτρινο χρώμα και κόκκινο πλαίσιο για να εντάξει τη συνέχεια του κόσμου που δεν βρίσκεται στο κενό ή το χάος αλλά στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό.
Αυτή η μορφολογική αταξία που αντανακλά την κινητικότητα των συναισθημάτων και της σκέψης επιτρέπει στον Λιάπη να παράγει εικόνες μεταβλητών σχέσεων. Ο ίδιος έγραψε, επίσης σχηματικά, ότι «η ευτυχία είναι απλή / σαν τη βροχή/ σαν τον ήλιο/ σαν τη δύση/ σαν την ανατολή/ σαν το φιλί…» για να μας υποδείξει το επίπεδο στο οποίο συντελείται η δράση των ανθρώπινων συναισθημάτων. Στο επίπεδο αυτό οργανώνονται οι ποιότητες μεταξύ τους και συντελείται η έκφραση της τέχνης. (2001)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου