Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ο φθαρτός μύθος του Πασχάλη Αγγελίδη



Η επιλογή του καλλιτέχνη να βουτήξει στα βαθιά της πολιτιστικής του παράδοσης φαίνεται να είναι ασφαλές καταφύγιο σε νεότερους αλλά και σε παλαιότερους καλλιτέχνες που αισθάνονται την εγκαθιδρυμένη αισθητική του παρελθόντος να υπερισχύει έναντι της ταλαντευόμενης και αδόκιμης στο χρόνο αισθητικής που προτείνει κάθε καινούργια εποχή. Κάθε πράγμα στη ζωή μας, έχει μία ευκολότερη συνέχεια όταν υπάρχει μία αρχή. Τα πράγματα δυσκολεύουν καθώς την αρχή της ελληνικής παράδοσης συνθέτουν μοναδικές ιδέες και ανεπανάληπτες μορφές της τέχνης που κάνουν έναν γηγενή καλλιτέχνη σύγχρονο Άτλαντα όταν επιχειρεί να ανασύρει έστω και ένα λιθαράκι από το άπατο του ωκεανού. Ας μην αγνοούμε ότι στην εποχή μας, η συστηματικά ταξινομημένη γνώση προσφέρει πολλές οπτικές της πραγματικότητας του παρελθόντος από τη σκοπιά του αρχαιολόγου, του φιλόσοφου, του κοινωνιολόγου, του τεχνοκράτη, του καλλιτέχνη, του ιστορικού της τέχνης, του ποιητή κ.ά. Αν αναρωτηθούμε ποια οπτική δίνει ορθότερη την πραγματικότητα του παρελθόντος, ποια την θεωρεί ως αληθινή και αυθεντική, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αυθαίρετη.
Όλες οι οπτικές της πραγματικότητας είναι ισοδύναμες και καθεμιά είναι αυθεντική. Αυτές ακολουθούν κατά πόδας την πρόθεση του καλλιτέχνη λίγο πριν και μετά την εκτέλεση του έργου τέχνης. Η αρχαιότητα, είναι το πεδίο που δρα η σκέψη του Πασχάλη Αγγελίδη. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, άρχισε να νιώθει τη σιγουριά του ζωγράφου, και μία ασφάλεια στα θέματα που επέλεγε και τις μεθόδους που θα χρησιμοποιούσε να τα απεικονίσει. Αφού πέρασε ένα μικρό διάστημα πειραματισμών στο χώρο της αφαίρεσης, βρήκε τη συνέχεια της ζωγραφικής που επιθυμούσε να κάνει, στα θέματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Μαθήτευσε στις τεχνικές της βυζαντινής ζωγραφικής και εντρύφησε τον μηχανισμό της μεταμόρφωσης που είχαν εισηγηθεί οι υπερρεαλιστές ζωγράφοι. Η ικανότητα που διαθέτει να ζωγραφίζει πρωτότυπες εκδοχές της προσωπικής του αντίληψης, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ας δοκιμάσει κάποιος να περιγράψει τη συναισθηματική κατάσταση του καλλιτέχνη για να καταλάβει πόσο διαφοροποιείται από το κοινό μπροστά σε ένα έργο που ανακαλεί στη μνήμη κάτι από τον κλασικό κόσμο. Η αγωνία χαρακτηρίζει τον καλλιτέχνη καθώς προσπαθεί να ξεφύγει από το χάος της απομίμησης και ν’ αλαφρύνει από το κενό της διακόσμησης. Συγκρίνετε τους φωτορεαλιστικούς πίνακες του Αχιλλέα Δρούγκα όπου το όραμα και η μνήμη της αρχαιοελληνικής τέχνης διατηρείται στο παιχνίδι της οφθαλμαπάτης, στην αρχιτεκτονημένη σύνθεση, στην επιλογή των λαμπερών χρωμάτων και των έντονων αντιθέσεων. Συγκρίνετε τους αρχαίους ήρωες του Χρήστου Καρά που μεταφέρονται από το πεδίο της μυθολογίας στον χωρόχρονο του διαστήματος σα φαντάσματα της νυχτερινής μνήμης. Στις αρχές του αιώνα, ο Giorgio de Chirico είχε δώσει την αίσθηση του μετεωρισμού ανάμεσα στο τώρα και το ιστορικό παρελθόν.
Τι συμβαίνει στην περίπτωση του Αγγελίδη; Δεν χρειάζεται να ψάξουμε κάπου για να ανακαλύψουμε άλλες λύσεις. Η καταγωγή του, του πρόσφερε τη γνώση από την ελληνική ιστορία και ζωή του, τις παρατηρήσεις πάνω στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Μέσω της τέχνης του αναζητά να απαντήσει στο ερώτημα για ποιους λόγους υπάρχουμε και αν ο τρόπος που ζούμε ελεγχόμενοι από συμβάσεις συμπίπτει με τις συμβάσεις των προγόνων μας. Έτσι σήμερα, όταν ζωγραφίζει ένα νέο πίνακα, αναγνωρίζουμε ως στοιχεία της σύνθεσης: τη μεταφορά και την αλληγορία, στοιχεία που δομούν τον αρχαίο μύθο. Τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια του υπερβατικού που κατοχυρώνεται στη χρήση του χρυσού φόντου. Την υπερρεαλιστική μεταμόρφωση που επιτρέπει σε μια ανθρώπινη μορφή να εξελίσσεται σε άνθος. Τέλος, η σκηνογραφική τοποθέτηση των μορφών, αιτιολογείται από την ενασχόλησή του στο παρελθόν με τη θεατρική σκηνογραφία. Επίσης, μην παραβλέψουμε πως στη συγκεκριμένη αντίληψη, συνηγορεί η πεποίθησή του, ότι σε κάθε Έλληνα διαπλέκεται ο μύθος, η ιστορία, η τραγωδία και η κωμωδία που τον καθιστά αυτόματα ηθοποιό και θεατή.
Στην προσπάθειά του, ο καλλιτέχνης είναι προσεκτικός και ειλικρινής. Οι αναφορές στην ιστορία είναι σημεία που λειτουργούν ως αφορμές ώστε να εκτονωθούν οι εντάσεις της μνήμης μπροστά σε ένα μυθικό ή ιστορικό συμβάν που αναπλάθει η φαντασία. Στους πίνακες, η μνήμη φέρνει εμφανή τα σημάδια της φθοράς, δείγμα μίας αυθαίρετης υποκειμενικότητας. Όσο και να προσπαθεί η επιστήμη της γενετικής μηχανικής να παρατείνει τη διάρκεια ζωής μας στον πλανήτη δεν μπορούμε να υπερβούμε τη σωματική φθορά. Αντίθετα, έχουμε παρατηρήσει ότι η φθορά δεν αγγίζει τη σκέψη. Μιλάμε για φθαρμένα αντικείμενα και κτήρια, για φθαρμένα έργα τέχνης, εννοώντας τη φθορά της ύλης στο πέρασμα του χρόνου αλλά ποτέ δεν μιλάμε για τη φθορά της σκέψης. Η ανθρώπινη σκέψη δεν φθείρεται. Όσοι αναζητήσετε την αιτία, θα βρεθείτε στην πηγή της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της τέχνης, της επιστήμης. Ο κόσμος μας είναι μία συστηματική εφαρμογή των ιδεών που έχουν οι άνθρωποι κατά καιρούς. Για το λόγο αυτό, οι αστροφυσικοί μας λένε πως:

οι ιδέες που συλλαμβάνει ο άνθρωπος αντιστοιχούν σε έναν χρόνο φανταστικό που ηχεί σα να προέρχεται από το χώρο της επιστημονικής φαντασίας, πρόκειται όμως για μία καλά ορισμένη μαθηματική έννοια που μπορεί να θεωρηθεί ως μία διεύθυνση του χρόνου κάθετη στην διεύθυνση του πραγματικού χρόνου (Stephen Hawking: Μαύρες Τρύπες και Σύμπαντα Βρέφη. Κάτοπτρο, 1993:72).

Παρόλη την υπεράνθρωπη προσπάθεια που καταβάλει, δεν μπορεί να διαρρήξει τα όρια της υποκειμενικής αντίληψης. Μπορεί μόνον να προσθέσει την μονάδα του στο άθροισμα της γνώσης και στον διευρυμένο κόσμο της εικόνας. Ο ηδυπαθής Αντίνοος, η στεφανωμένη βλοσυρή ιέρεια, ο κρεμασμένος από κορδέλες τεμαχισμένος ανδρικός κορμός που ισορροπεί στο κενό, θα ήταν αστείο να προκαλέσουν την εκρηκτική οργή των λογοκρατούντων αρχαιολόγων μπροστά στην παραφθορά της αλήθειας. Είναι όμως σπουδαίο να εκτιμήσουμε τη συνεισφορά αυτών των εικόνων στο πλάτεμα της φαντασίας μας όταν προσεγγίζουμε τον αρχαίο κόσμο. Πόσο μακριά βρίσκεται η φαντασία του καλλιτέχνη από την αλήθεια του αρχαιολόγου το μαρτυρά η αντιπαραβολή των έργων μεταξύ τους. Ο καλλιτέχνης πιστός στο μεγάλο αξίωμα του αιώνα, τον υποκειμενισμό της παράκρουσης, ζωγραφίζει θέματα που μπορεί να ερμηνευτούν ως κλασικές ψυχικές διαταραχές του ανθρώπου: τη νεύρωση του Αντίνοου σε κάθε εποχή (Το Βλέμμα του Έφηβου), τη νεύρωση της πόρνης και του νάρκισσου μπροστά στη φθορά του κορμιού τους (Πανδώρα, Το Κουτί της Πανδώρας, Ο Χειμώνας της Αφροδίτης), τη νεύρωση που προκαλεί το παιχνίδι της εξουσίας (Κόσμος ΙΙΙ), τη νεύρωση του ποιητή που διατυπώνει την αποσπασματική αλήθεια του κόσμου αντιμαχόμενος διαρκώς τη σκέψη του (Το Τίμημα του Ποιητή, Απόδραση, Μία Καλή Ανάμνηση), τη νεύρωση που προκαλεί ο συμβιβασμός ανάμεσα στο θέατρο της ζωής και την ανθρώπινη μοναχικότητα (Επιλογή, Θεατρικός Λόγος, Επιλογή Χρόνου μίας Μάσκας), τη νεύρωση μπροστά στην αδυναμία της απόλυτης γνώσης και τα ανερμήνευτα μυστήρια της ζωής (Το Περιτύλιγμα του Δάσους, Ρίζες του Κόσμου). Όταν ο Πασχάλης Αγγελίδης ζωγραφίζει φθαρμένα αρχαία αγάλματα ή, ανέκφραστες και παγερές ανθρώπινες μορφές, ερεθίσει την ποιητική ιδιοσυγκρασία του θεατή. Τον βυθίσει στον κόσμο της μεταμόρφωσης, και τον παρασύρει στην αταξία των ιδεών. Σε ένα ταξίδι όπου όσα υπονοούνται στις μορφές του έχουν αντίκρισμα στην καθημερινότητά μας.
Σήμερα πιστεύουμε πως δεν είναι πλέον μεγαλοφυές να φτιάξεις κάτι που να μην αντιγράφει τη φύση αφού κυρίως τους τελευταίους δύο αιώνες, μάθαμε να ζούμε στα όρια μίας τεχνητής φύσης που αντανακλά τον ορθολογισμό και υπαγορεύει τη μηχανιστική οργάνωση της ζωής και της σκέψης στη μεγαλούπολη. Ένας σύγχρονος εικονοποιός χρειάζεται να οξύνει την παρατηρητικότητα, να ισχυροποιήσει τη φαντασία, να ακολουθήσει πειθαρχημένη εξάσκηση, να συστηματοποιήσει την απόκτηση γνώσης, να αγωνιστεί για να δημιουργήσει ένα ύφος. Ο Γιάννης Τσαρούχης αναφερόμενος στον σαρκαστικό εμπαιγμό του Picasso για τη μανία του Matisse να ψάχνει ξανθά μοντέλα που τα απέδιδε τελικά πράσινα, διαπίστωνε τη σχιζοφρενική ανάγκη κάθε πολιτισμού να έχει πρότυπα τα οποία στο τέλος οι άνθρωποί του περιφρονούν. Είναι η μεγαλύτερη επιτυχία της τέχνης, να παρέχει το δικαίωμα στον καλλιτέχνη απεριόριστα να ερμηνεύει κατά βούληση από την μεγάλη παρακαταθήκη των ιδεών και των μορφών και να συμμετέχει στο κτίσιμο των πρότυπων. Να ζωγραφίζει κύκνειους τους γυναικείους λαιμούς, ο Modigliani να χρησιμοποιεί κοινά ρεμάλια ως μοντέλα του για να αποδώσει τον Χριστό και τους Αγίους ο Caravaggio, κ.ά. Η εμπειρία που ζούμε από τους πίνακες του Πασχάλη Αγγελίδη είναι αποσπασματική και θεατρική. Η τελευταία, εκδηλώνεται μέσα από μία εννοιολογική αντίληψη που έχει στο μυαλό του για τον σκηνογραφικό χώρο της σύνθεσης από τον οποίο απουσιάζουν τρικ που θα ενίσχυαν την αίσθηση του μυστηρίου. Ένα λεπτό στρώμα εδάφους αντικαθιστά την αρχαία συμπαγή τετράγωνη βάση του αγάλματος και πιθανώς τα νεφελώματα που μεταφέρουν τους αγίους της θρησκείας, τα πόδια της καρέκλας όπου είναι ακουμπισμένη η Σφαίρα του Κόσμου πατάνε σε χρυσαφένιο πάτωμα -ζωγραφική άδεια- η φτερωτή Αφροδίτη βρίσκεται καθισμένη στο πέτρινο δάπεδο, τα αγαθά της Πανδώρας ξεπροβάλλουν από ένα ανοιχτό χαρτοκιβώτιο, οι ρίζες του κόσμου βρίσκονται στη φύση κάτω από το τεχνητό αρχιτεκτονημένο δάπεδο κ.ά. Νομίζω πως είναι εμφανής η επιθυμία του, να μιλήσει με συμβολικό τρόπο αλλά καθόλου μυστηριακό χρησιμοποιώντας την μεταφορά και την ποίηση τραβώντας τον πέπλο της ψυχανάλυσης. Η προτομή αλόγου κρεμασμένη από έναν σπάγκο ακινητοποιεί το χρόνο στον ουδέτερο σκηνικό χώρο που κινείται η σκέψη. Όποια εικόνα και να κοιτάξουμε παρατηρούμε μία φυγή από το ανθρώπινο πρόσωπο και την αντικατάστασή του από τεμαχισμένα πορτρέτα αγαλμάτων. Συχνά ζωγραφίζει ακέφαλα σώματα, άλλοτε θραυσματικές προτομές και άλλοτε μία μάσκα. Ο Ortega y Casset στο βιβλίο του με τίτλο Η Αντιδημοτικότητα της Τέχνης, είπε πως το πετρωμένο του ανθρώπου είναι να ζει την ανθρώπινη ζωή του και το πεπρωμένο του ποιητή να εφευρίσκει το μη υπάρχον. Το πεπρωμένο του Πασχάλη Αγγελίδη είναι να μεταμορφώνει τα τεκμήρια του αρχαίου πολιτισμού διαστρεβλώνοντας και μασκαρεύοντάς τα σε κάτι άλλο. Γι’ αυτό ζωγραφίζει εικόνες αγαλμάτων που δεν χρησιμεύουν σα μέτρο ομορφιάς του φυσικού πρότυπου όπως θέλει ο αρχαίος καλλιτέχνης, αλλά σαν μορφές ψυχανάλυσης που επιβάλλει η σχετικότητα και η στιγμή στον σύγχρονο άνθρωπο.
Ο καλλιτέχνης αναστρέφει την ένταση που προσλαμβάνουμε από τις εικόνες των αγαλμάτων με την ιδέα που έχουμε για τα αγάλματα σαν αντανάκλαση του εαυτού μας. Διαφορετικά θα έπρεπε να ασκείται στη μίμηση των αρχαίων τεκμηρίων. Αντίθετα, μεταφέρει σ’ αυτά σχετικά αισθήματα και στιγμιαίες εντυπώσεις του σημερινού θεατή και τον υποχρεώνει να θυμηθεί προσωπικά συναισθήματα. Υπάρχουν αγάλματα που δακρύζουν; Ο Αγγελίδης, αντικαθιστά το χώρο που πρέπει να κατέχουν οι κόρες των οφθαλμών με το κενό που έχει πάντα μαύρο χρώμα και σχηματίζει την εντύπωση ότι το βλέμμα του πορτρέτου είναι θλιμμένο, βυθισμένο στην περισυλλογή, είναι αυστηρό, διερευνητικό, εκστατικό, ψυχρό, αποφασιστικό. Τα πέτρινα πρόσωπα αποκτούν ζωή. Συχνά χρησιμοποιούμε μία ιδέα για να καταλάβουμε την πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης επιτηδευμένα απομονώνει και αυτονομεί την ακινησία των αρχαίων αγαλμάτων ποτισμένη στη διάρκεια. Στη συνέχεια, τους μεταβιβάζει ανθρώπινα αισθήματα και δημιουργεί απροσδόκητα μία θεατρική σκηνή που κυριαρχεί ο εξομολογητικός μονόλογος. Έμμεσα διαπραγματεύεται τη διάρκεια των ανθρώπινων αισθημάτων. Είναι μία αρνητική στάση αυτή που υιοθετεί ο καλλιτέχνης απέναντι στην αρχαία τέχνη ή μία αγωνιώδης προσπάθεια να απολυτρώσει τον σύγχρονο άνθρωπο από την υπερβολική σοβαρότητα και τον μηχανιστικό τρόπο που βιώνει τη ζωή του προσφέροντάς του την ηδονή της αναζήτησης στην απεικόνιση; Ο σοφιστής Γοργίας, σε έναν από τους δισσούς λόγους λέει πως στην τραγωδοποιία και τη ζωγραφική εκείνος που εξαπατά περισσότερο φτιάχνοντας πλάσματα όμοια με τα αληθινά, αυτός είναι άριστος γιατί οι ποιητές και οι τεχνίτες έχουν σκοπό όχι την αλήθεια αλλά την ηδονή των ανθρώπων. Σίγουρο είναι, αυτό που ισχυρίζεται ο Νικόλας Κάλας ότι η ζωγραφική είναι κάτι παραπάνω από αυτό που μπορεί να δει το μάτι. Η απορία που εμφανίζεται από τη δίκαια απάτη και το κρυφό νόημα των εικόνων παραμένει αναπάντητη, όσο ο καλλιτέχνης προτιμά να αποφεύγει τις συνεντεύξεις και συνεχίζει να ζωγραφίζει νέες εικόνες, απομονωμένος στη Μακρινίτσα του Πηλίου.
(1998, ποικίλες αναδημοσιεύσεις)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου