Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Avant ΙΧΘΥΕΣ


Η Διαπίστωση και το Ερώτημα
Η εικονογραφία του Ιχθύος ασκεί μια σαγηνευτική έλξη. Αρχικά είναι ένα θέμα που προσδιορίζεται με σαφήνεια. Στη συνέχεια, αποτελεί πρόκληση στο στοχαστή, στον επιστήμονα, στο θεωρητικό, στον ιστορικό της τέχνης, στον αρχαιολόγο, στον καλλιτέχνη, στον κοινωνιολόγο που καθένας από τη πλευρά του μπορεί να υποδείξει τρόπους και μεθόδους, ώστε να κάνει κανείς κτήμα του και να ωφεληθεί από την προσέγγιση ενός παρόμοιου θέματος.
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορεί ο ιχθύς να αποτελέσει αφορμή για τη δημιουργία μιας σειράς εικόνων από τους νεότερους δημιουργούς που να τις διακρίνει η πρωτοτυπία και η έμπνευση. Απάντηση στο ερώτημα δίνουν μερικά παραδείγματα που αντλεί κανείς από την 150χρονη πορεία της τέχνης, όπως εκφράστηκε στο χώρο μας από το 1832 με την επίσημη σύσταση του νεότερου Ελληνικού Κράτους. Αιτία της δικής μου προσέγγισης στάθηκε μια επιθυμία να κατανοήσω τη λειτουργικότητα της πραγματικότητας, η οποία ανέκαθεν αιμοδοτούσε την ανθρώπινη έμπνευση γύρω από τους μύθους και τις δοξασίες της ζωής. Η επιθυμία αυτή συνδέεται με τη διεκπεραίωση το 1990, μίας προσωπικής διδακτορικής μελέτης για τη Νεκρή Φύση στην οποία συμπεριλαμβάνεται η θεματογραφία του ψαριού.

Μια συμβατική αντιμετώπιση
Το ψάρι υπήρξε ελκυστικό θέμα μιας συμβατικής ή Ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Σκηνές με ψάρια έχουν ζωγραφίσει ο Γεώργιος Άβλιχος, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Νικόλαος Γύζης, ο Νικόλαος Ξυδιάς-Τυπάλδος, βεβαίως ο νησιώτης Νικόλαος Βώκος, ο Περικλής Πανταζής, ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μαλέας, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Βασίλης Χατζής, ο Νίκος Εγγονόπουλος.[1] Καθένας μπορεί να συμπληρώσει τον κατάλογο με έργα λιγότερο ή περισσότερο γνωστά τόσο στην έρευνα όσο και το φιλότεχνο κοινό.
Το ψάρι που χρησιμοποιείται ως μοντέλο από τον ζωγράφο, αναδεικνύει τη δεξιοτεχνία του τεχνογράφου να αποδώσει τις ιδιαίτερες δυσκολίες που παρουσιάζει το ιριδίζον ψαρόδερμα. Άλλες προσεγγίσεις, περισσότερο ελεύθερες από τις δεσμεύσεις της παραστατικότητας και της αληθοφάνειας, απεικονίζουν το ψάρι ως διακοσμητικό στοιχείο στα πλαίσια της σύνθεσης μιας Νεκρής Φύσης ποικιλμένης με φαγώσιμα είδη.
Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου. Η εμφάνιση του ψαριού στις εικόνες του, που τις διακρίνει μια σκηνογραφική αντίληψη, διεκπεραιώνει μία διαδικασία ποιητικής μετάπλασης. Το ψάρι διηθημένο μέσα από το φίλτρο της ποίησης και της ψυχανάλυσης διεκδικεί τη σημασία του ποιητικού και σεξουαλικού συμβόλου.
Η απορία παραμένει. Ποια δυσκολία συναντά ο δημιουργός, ώστε συχνά να καταφεύγει σε μία συμβατική αντιμετώπιση της θεματογραφίας; Νομίζω ότι την απάντηση πρέπει να την αναζητήσει κανείς σε μία τετριμμένη διαπίστωση ότι η ευφυία του καλλιτέχνη μαζί με τις ιστορικές συγκυρίες παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία κάθε πρωτότυπου έργου τέχνης.

Η ένταση της αγωνίας
Αν και έχουμε δει δεκάδες πίνακες του Κώστα Τσόκλη με θαλασσινές πέτρες, εντούτοις ο επιθανάτιος ρόγχος του καμακωμένου ψαριού που ασπαίρει, μας συναρπάζει με τις τελευταίες προθανάτιες συσπάσεις του ασημένιου του κορμιού. Η εικόνα του Κ. Τσόκλη απελευθέρωσε από τη μνήμη μου την εικόνα ενός έργου γλυπτικής, που συναντάμε καθημερινά όσοι από μας διασχίζουν τον Εθνικό Κήπο, λίγα μέτρα μετά το Ζάππειο Μέγαρο, στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Εκεί, αντικρίζουμε σε μία λιμνούλα με τα λίγα εναπομείναντα νούφαρα και τα «αρκετά κέρματα» το Μικρό Ψαρά του Δημήτρη Φιλιππότη, καθισμένο πάνω στο πουκάμισό του να προσπαθεί να βγάλει το αγκίστρι από το στόμα του ψαριού.
Ίσως τα δύο αυτά έργα να είναι οι περισσότερο βίαιες εικόνες για το ψάρι, που συναντάμε στην ιστορία της νεότερης Ελληνικής Τέχνης. η αγωνιώδης σύσπαση και συστροφή του ψαριού μέσα στα δυνατά χέρια του νεαρού ψαρά με την αποτυπωμένη στο πρόσωπό του αποφασιστικότητα, ανακαλεί την επιθανάτια εικόνα του καμακωμένου ψαριού που αποδίδει στον πίνακά του ο Κ. Τσόκλης. Η σύλληψη των εικόνων και η απόδοση της αγωνίας από τους δύο καλλιτέχνες, που ωστόσο τους χωρίζει ένας αιώνας και κάτι, είναι εντυπωσιακή.
Ο Δ. Φιλιππότης που γεννήθηκε στην Τήνο το 1839 και πέθανε στην Αθήνα το 1919, πρωτοπαρουσίασε τον Μικρό Ψαρά ανάμεσα στον Θεριστή, τον Ξυλοθραύστη και τη Χωρική Γυνή στην Ολυμπιάδα του 1875.[2] Ο Κ. Τσόκλης που γεννήθηκε το 1930 στην Αθήνα και περνά σήμερα πλέον, πολύ από το χρόνο του στην Τήνο, παρουσίασε το Καμακωμένο Ψάρι, το 1985.[3] Και στα δύο έργα, η ένταση φτάνει στην κορύφωσή της με το σπαρτάρισμα του ψαριού. Το ένα έργο είναι σαν να έρχεται ως φυσική συνέχεια του άλλου, καθώς μεταφέρει σε κοντινό πλάνο με θαυμάσιο και εκπληκτικό τρόπο μία βαθιά ρυθμική κίνηση. Η δεξιοτεχνία των δύο καλλιτεχνών και η εμπειρία τους να εκφράσουν την κατάλληλη στιγμή τον ανέκκλητο ακόμη θάνατο, ακόμη και για ένα ψάρι, συνιστά μία κορυφαία στιγμή της αυτοσυνειδησίας. Η ένταση της αγωνίας μνημειώνεται σε εκείνες τις δευτερόλεπτες στιγμές του θανάτου. Η διαφορετική τεχνική επεξεργασία κάθε εικόνας καθορίζεται από τον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης που υιοθετεί ο καλλιτέχνης συγχρωτισμένος στο πνεύμα και τις εξελίξεις της εποχής του. Τόσο το γλυπτό σύμπλεγμα του Δ. Φιλιππότη που με απαράμιλλο τρόπο τιθασεύει το συμπαγή όγκο του μαρμάρου όσο και η εικόνα του Κ. Τσόκλη, που προέρχεται από την προβολή βίντεο πάνω στο ζωγραφισμένο μουσαμά, κινούνται στα όρια της αληθοφάνειας. Το ιδιότυπο, σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, είναι ότι μας παρουσιάζουν μία αρνητική και ζοφερή πλευρά της «αλιείας».

Η σχέση με τις εικόνες του παρελθόντος και το νέο περιεχόμενό τους
Ανάλογα παραδείγματα στην Ελληνική Τέχνη από την Χριστιανική και Μεταβυζαντινή περίοδο, απαθανατίζουν την αλιεία ως μία ειρηνική και γαλήνια δραστηριότητα του ανθρώπου. Αυτό, κατά κύριο λόγο, οφείλεται στο γεγονός ότι η καθημερινή ζωή του ανθρώπου διαποτίστηκε με τα κηρύγματα Αγάπης και Ειρήνης του Χριστού και οι δοξασίες που ανέπτυξε η χριστιανική φαντασία ακολούθησαν το συγκεκριμένο πρότυπο ειρηνικής συμβίωσης και πνευματικής εξέλιξης. Ο Χριστιανός αρμονισμένος με το φυσικό του περιβάλλον, σέβεται το  οικοσύστημα της Φύσης. Η ποσότητα που του προσφέρει ο θαλάσσιος πλούτος και η σχετικά εύκολη και αναίμακτη αλιεία μεγάλης ποικιλίας ψαριών με τα δίκτυα, δεν αφήνει περιθώρια στο νου του να συλλάβει μια δραματοποιημένη στιγμή της ζωής.
Αντίθετα, επειδή ένας ηρωικός θάνατος είναι που αρμόζει στον άνθρωπο, ο καλλιτέχνης της Αρχαιότητας καταλαμβάνεται από εικονογραφικό μένος με αφορμή την πάλη του ήρωα με τα θαλάσσια ή ποτάμια σαρκοβόρα τέρατα. Ας θυμηθούμε τα παράλληλα του θρησκευτικού μύθου του Ιωνά από την Ελληνική μυθολογία. Τρεις μέρες χρειάστηκε να παραμείνει ο Ηρακλής στα σπλάχνα του κήτους που απειλούσε τον Λαομέδοντα, μέχρι να το σκοτώσει. Τρεις μέρες παρέμεινε ο Περσέας μέχρι να εκβραστεί από την κοιλιά του κήτους που απειλούσε την Ανδρομέδα. Παρομοίως, και ο Ιάσωνας. Τέτοιου περιεχομένου σκηνές ερεθίζουν τη φαντασία του ανθρώπου στην αγωνία του να επιβληθεί και να κυριαρχήσει στο φυσικό του περιβάλλον ως κυνηγός ή ως αλιέας. Σήμερα, αυτές οι σκηνές της ηρωικής πάλης, ερμηνεύονται από την Ψυχανάλυση και συγκεκριμένα από τη Σχολή Γιουνγκ, ως η προσπάθεια του ανθρώπου να απελευθερωθεί από την αδηφάγα βουλιμία της μητέρας. Ο θάνατος του σαρκοβόρου είναι είδος της ανθρώπινης αυτοεπιβεβαίωσης γινόμενο, ταυτόχρονα, πηγή έμπνευσης για λογοτεχνικές πραγματώσεις. Μόνο που, αυτή η επιβεβαίωση βρίσκει προσφορότερο έδαφος στη μεταφορά της δράσης από τη θάλασσα, που τον γεμίζει με ανασφάλεια και ανησυχία, πάνω στη γη. Ακόμα και, ο θεός Ποσειδώνας δεν έχει τέτοια ποικιλία στα όπλα του όση έχουν οι πολεμοχαρείς Θεοί του Ολύμπου, πέρα από ένα καμάκι που στην εξελιγμένη του μορφή αποκτά τρεις αιχμές και γίνεται τρίαινα.
Τόσο ο Δ. Φιλιππότης όσο και ο Κ. Τσόκλης, με τις συγκεκριμένες εικόνες τους, ξεπερνούν την εικονογραφική παράδοση και το περιεχόμενό της. Ο Μικρός Ψαράς του Δ. Φιλιππότη, αποδίδει αριστουργηματικά την αίσθηση της ανθρώπινης δράσης γυμνωμένη από ιδεολογικά καρυκεύματα, που διατηρείται αναλλοίωτη από την εποχή του πρωτόγονου αλιέα μέχρι τον μοναχικό ψαρά σε κάποια προκυμαία. Το Καμακωμένο Ψάρι του Κ. Τσόκλη εικονογραφεί παντοτινά την αιώνια απορία του ανθρώπου μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Και τα δύο έργα ξεπερνούν το χρόνο και τις μυθικές δοξασίες που χαρακτηρίζουν κάθε εποχή.

Ιχθυοφαγία
Το 1934, ο Γιαννούλης Χαλεπάς σχεδίασε μία εικόνα με μολύβι και κάρβουνο πάνω σε μονόφυλλο, που εικονίζει έναν γυμνό άνδρα κατενώπιον να κρατά στο υψωμένο χέρι του ένα ψάρι και να το «ροκανίζει» με τα δόντια του. Αν και επικρατεί η άποψη ότι δεν πρόκειται για μελέτη γλυπτού αλλά για σκαρίφημα, εντούτοις, είναι αρκετά πρωτότυπο ώστε να εκπλήσσει. Είναι ένα σχέδιο που επιβεβαιώνει την ιδιοφυία του καλλιτέχνη να δημιουργεί ασυνήθιστες εικόνες σε μια εποχή μάλλον, φτωχής εικονογραφικής παραγωγής για την οποία, σύμφωνα με μία ιστορική προσέγγιση, αιτία στάθηκαν, οι μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις και οι διαδοχικοί πολιτικοί μετασχηματισμοί στον ελληνικό χώρο.
Στο συγκεκριμένο σχέδιο, ο καλλιτέχνης κουβαλά στη μνήμη του τα πολλά σχέδια επεξεργασίας του Σάτυρου με τον Έρωτα και σχεδιάζει τον πάνω κορμό του άνδρα σε μία παρόμοια κλίση, αντικαθιστώντας στα χέρια του το τσαμπί σταφύλια με ένα ψάρι. Υπάρχει μια ελευθερία με την οποία ο Χαλεπάς συλλαμβάνει και αποδίδει την ιχθυοφαγία. Είναι τολμηρό να υποθέσουμε ότι το σχέδιο έγινε για να μπορέσει κάποτε να το μεταφέρει σε γλυπτό. Αν γινόταν, τότε ίσως να αποτελούσε το μοναδικό δείγμα ιχθυοφαγίας στην τέχνη.
Η χριστιανική γραπτή αλλά όχι εικονογραφική παράδοση διασώζει ένα επεισόδιο ιχθυοφαγίας από τον αναστημένο Χριστό όταν παρουσιάστηκε στους μαθητές του. Κι ακόμη, η αρχαιότητα μας κληροδότησε τις σπάνιες δοξασίες της για θυσίες ψαριού στην Εκάτη, θυσία τόνου στον Ποσειδώνα, θυσία χελιού από τους Βιωτούς που συνοδεύονταν από ιχθυοφαγία, όλα, συνδεδεμένα με θρησκευτικές τελετουργίες.
Αλλά, ακόμη και αν η πρόθεση του Γ. Χαλεπά δεν εκπληρώθηκε με τη δημιουργία ενός πρωτότυπου γλυπτού, ο εξπρεσιονιστικός τρόπος με τον οποίο εκφράζει τη βουλιμία του άνδρα πάνω στο χαρτί, είναι μοναδικός και απαράμιλλος. Ας σημειωθεί πως, ένα από τα πολλά σχέδια της 3ης και τελευταίας περιόδου του έργου, μεταξύ 1930-38, εικονίζει σε ελεύθερη απόδοση τον Ποσειδώνα να κρατά ένα ψάρι στο αριστερό χέρι. Αντίστοιχα στην αρχαία αγγειογραφία, ο θεός της θάλασσας Ποσειδώνας, προστάτης βοηθός των ψαράδων, αλλά και ο γέρο-Τρίτων κρατούν στο χέρι τους ένα δελφίνι υπερυψωμένο.

Ψάρεμα
Το ψάρεμα είναι μια συνηθισμένη δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπου, όταν ξεφεύγει από τις τσιμεντένιες φυλακές των μεγαλουπόλεων για να βρεθεί στη φύση. Μια σκηνή ψαρέματος στη ζωγραφική μπορεί να προκαλέσει ακαταμάχητη γοητεία όταν ξυπνήσει στον θεατή το ανεξέλεγκτο της φαντασίας του. Τέτοιες εικόνες ψαρέματος, που είναι εμποτισμένες με το πνεύμα της αρχαίας και χριστιανικής εικονογραφικής παράδοσης και επιβάλλονται με την εκφραστική δύναμη που τις διακρίνει, είναι οι εικόνες του Θεόφιλου και του Αλέκου Φασιανού.
Το 1932, ο Θεόφιλος ζωγράφισε τους Τρεις Ψαράδες πιάνοντες Ψάρια και ένα χρόνο αργότερα, τους δύο Ιχθυοπώλες της Μυτιλήνης. Χωρίς φιλόδοξες προδιαγραφές, με ειλικρίνεια και χωρίς υπερβολές, ο καλλιτέχνης απαθανατίζει τις σκηνές με τέτοιο τρόπο, ώστε η πραγματικότητα να ντύνεται με το μανδύα του παραμυθιού. Στις εικόνες του πετυχαίνει τον αρμονικό συνδυασμό των ζωγραφικών με τα περιγραφικά στοιχεία. Η αντίδραση των δύο ιχθυοπωλών ταιριάζει με το απαθές βλέμμα των δύο ψαράδων που εικονίζονται στον ερυθρόμορφο αμφορέα 3727 που βρίσκεται στο Ιστορικό Μουσείο της Βιέννης. Όπως επίσης, εκπληκτική είναι η ομοιότητα που παρουσιάζει το ψάρι, καθώς εκτινάσσεται από το νερό, με αυτό  που τραβά στην πετονιά του ο ψαράς της αρχαιότητας, στο ίδιο αγγείο.
Ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με τρεις εικόνες που τις χωρίζουν 24 αιώνες ιστορίας και πολιτιστικών μεταβολών. Χωρίς κωμικές υπερβολές, αβίαστα τόσο ο ζωγράφος του αττικού αγγείου όσο και ο Θεόφιλος αποδίδουν τη χαρά που εμπεριέχει η καθημερινή προσπάθεια της ζωής. Πόσο μάλιστα όταν η Μυτιλήνη μέχρι σήμερα διατηρεί τη φήμη της από την εποχή του κωμωδιογράφου Έρμιππου που έγραφε

Χταποδάκι, σουπιδάκι, καραβίδα κι αστακό, στρείδια, αχιβάδες, πεταλίδες και σωλήνες, μύδια, πίνες ως και χτένια όλα από τη Μυτιλήνη.[4]

Το 1994, ο Αλέκος Φασιανός ζωγράφισε πάνω σε μουσαμά τον Ψαρά του Νησιού και παλιότερα, το 1986, είχε ζωγραφίσει τα Ψάρια της Κέας[5] και την ίδια επίσης χρονιά, τα Ψάρια της Νύχτας (συλλογή Πινακοθήκης Πιερίδη). Ο Ψαράς του Φασιανού είναι ένας γαλαζόμορφος νέος που ετοιμάζεται να εκσφενδονίσει άλλη μία φορά την τρίαινα. Η σκηνή περιγράφει μια συνηθισμένη νησιώτικη δράση και μοιάζει όμοια με μία από τις αμέτρητες μεγαλοφάνταστες πολεμικές σκηνές που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα

Τον Αστύαλο πάλι τον σκότωσε ο ατρόμητος Πολυποίτης και τον Πιδύτη από την Περκώτη τον σκότωσε ο Οδυσσέας με το χάλκινο δόρυ του, ο Τεύκρος πάλι τον θείο Αρετάονα.[6]

Εξήντα χρόνια μετά τους Ψαράδες του Θεόφιλου, ο Α. Φασιανός ζωγραφίζει τον επικό ψαρά. Πού μας αποκαλύπτεται η μεγάλη τέχνη των δύο ζωγράφων; Στη δύναμη που έχουν να συνθέτουν σε εικόνες τα απλά περιστατικά και να περιγράφουν χαρακτήρες που κατέχονται από την ελπίδα, την ταπείνωση, την ανωτερότητα. Τα έργα τους περιγράφουν μια αισιοδοξία αντίκρυ στη ζωή. Δε χρειάζεται να παλέψουν ήρωες ή ημίθεοι για να φανεί ότι η ιδιοφυία των δύο ζωγράφων αναπτύχθηκε και ωρίμασε ανάμεσα σε υψηλά πρότυπα που κληρονόμησε η ελληνική παράδοση. Το ατρόμητο του γαλαζόμορφου ψαρά διώχνει το φόβο του κινδύνου από τη φαντασία του σύγχρονου ανθρώπου και μας θυμίζει ότι η καλλιτεχνική σκέψη ωριμάζει και στο λαϊκό παραμύθι και στις εικόνες της παράδοσης. Απέναντι σε αυτά, μόνο η ιδιαιτερότητα της ζωγραφικής έκφρασης του καλλιτέχνη μπορεί να ανταπεξέλθει και εφόσον πρώτα, τα οικειοποιηθεί. Τέτοιες εικόνες κάνουν τη σημερινή σκέψη να είναι σταθερά προσανατολισμένη στην εσωτερική αναγκαιότητα που γέννησε τους πιο ηλικιωμένους μύθους και στις σύγχρονες συνθήκες που πλάθουν τους νεότερους μύθους της εποχής. οι Ψαράδες του Θεόφιλου είναι ζωγραφισμένοι χωρίς παραγεμίσματα και υπερβολές. Ο Ψαράς του Φασιανού, αξιοποιεί τη μυθική παράδοση με τον προσωπικό του τρόπο, κάτι που δείχνει την θητεία του στη θύραθεν παιδεία.

(Συνεδριακό Κέντρο Μετσόβου, 1995)


[1] Γιάννης Κολοκοτρώνης, Η Νεκρή Φύση στη Νεοελληνική Τέχνη από το 19ο αιώνα ως τις μέρες μας, Ίδρυμα Πιερίδη, 1992.
[2] Χρύσανθος Χρήστου & Μυρτώ Κουμβοκάκη-Αναστασιάδη, Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940, Εμπορική Τράπεζα, 1982, σ.51.
[3] Κώστας Τσόκλης, Αδάμ, 1992.
[4] Χρήστος Μότσιας, Τι έτρωγαν οι Αρχαίοι Έλληνες, Αθήνα, Κάκτος.
[5] Αλέκος Φασιανός, Τα Ψάρια της Κέας, Βουρκαριανή, 1986
[6] Ομήρου Ιλιάδα, Ζ: 29-31

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου