Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης
Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Οι Θάλασσες των Ελλήνων Ζωγράφων
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Οι Θάλασσες των Ελλήνων Ζωγράφων: " Η θάλασσα, το φυσικό τοπίο της βιολογικής εξέλιξης και δράσης του ψαριού, κρατά ζηλότυπα φυλαγμένα τα μυστικά της από τον άνθρωπο. Η σι..."
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Τα Χάρτινα Έργα του Παύλου
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Τα Χάρτινα Έργα του Παύλου: " Τα τρισδιάστατα και τα επίτοιχα έργα του Παύλου έχουν τη δύναμη να ανοίγουν αμέσως το διάλογο με τον θεατή. Μαγνητίζουν με το σχήμα, το μέγ..."
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Τα Μηχανικά γλυπτά του Γιάννη Παρμακέλη
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Τα Μηχανικά γλυπτά του Γιάννη Παρμακέλη: "Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη συμμετοχή του Γιάννη Παρμακέλη (Ηράκλειο Κρήτης, 1930) σε ομαδική έκθεση στην αίθουσα τέχνη ‘Αρμός’, μπορούμε ..."
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Χειροποίητοι Άγιοι του Άγγελου Μακρίδη
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Χειροποίητοι Άγιοι του Άγγελου Μακρίδη: "Το 1987, η γνωριμία με το έργο του Άγγελου Μακρίδη στην gallery Diaspro της Λευκωσίας, όπου παρουσίασε την ενότητα Αφιέρωμα στον Magritte, έ..."
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Βιογραφικό
Γιάννης Κολοκοτρώνης: περί τέχνης: Βιογραφικό: "Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πολυτεχνείο Θράκης (Τμήμα Αρχιτεκτόνω..."
Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010
Βιογραφικό
Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πολυτεχνείο Θράκης (Τμήμα Αρχιτεκτόνων - Μηχανικών). Έχει επιμεληθεί εκθέσεις σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, τη Γερμανία, τη Σουηδία και τη Γαλλία. Κείμενά του δημοσιεύονται από το 1986, σε περιοδικά τέχνης, στον ημερήσιο Τύπο, σε καταλόγους καλλιτεχνών και σε συλλογικές εργασίες των εκδοτικών οίκων Αδάμ, Αρχέτυπο, Εκδοτική Αθηνών, Καστανιώτης, Μέλισσα. Έχει γράψει τις μελέτες: Τεριάντ, κείμενα για την Τέχνη (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης 1990), Αλέκος Φασιανός ο Ζωγράφος ο Χαράκτης (Αθήνα, Εκδόσεις Πινακοθήκη Πιερίδη 1991), Η Νεκρή Φύση στη Νεοελληνική Τέχνη (Λευκωσία, Εκδόσεις Ίδρυμα Πιερίδη 1992), Η Τέχνη σε Μετάβαση (Αθήνα, Εκδόσεις Νηρέας 2000, Α΄ έκδοση), Νέα Ελληνική Τέχνη 1974-2004 (Ξάνθη, Εκδόσεις Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, 2007), Γενικά Χαρακτηριστικά της Τέχνης στον 20ό Αιώνα (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2009). Διετέλεσε Διευθυντής στην Πινακοθήκη Πιερίδη (1987-96), Γενικός Γραμματέας του ελληνικού παραρτήματος της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών Τέχνη (AICA), συνεργάστηκε με το National Geographic (1997-98). Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της υλοποίησης της Πινακοθήκης Κυκλάδων στο παλιό Τελωνείο Σύρου (1994) και του Πάρκου Σύγχρονης Τέχνης στη Νέα Ιωνία Βόλου (2004), υπήρξε επίσης, υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright.
Χειροποίητοι Άγιοι του Άγγελου Μακρίδη
Το 1987, η γνωριμία με το έργο του Άγγελου Μακρίδη στην gallery Diaspro της Λευκωσίας, όπου παρουσίασε την ενότητα Αφιέρωμα στον Magritte, έγινε αφορμή να παρακολουθήσω το έργο ενός ιδιαίτερου και ξεχωριστού δημιουργού. Με τον καιρό, η προσωπική επαφή με τον Κύπριο καλλιτέχνη, μου αποκάλυπτε σταδιακά το εκτεταμένο έργο του, από τη χαρακτική των χρόνων 1967-69, τη ζωγραφική, τα δεκάδες σχέδια, τις κατασκευές, τα γλυπτά. Έτσι, σχημάτισα την εντύπωση ότι η ασκητική λιτότητα που κρύβει μέσα της αξίες και αλήθειες διαχρονικές ταυτίζονται με τον Άγγελο Μακρίδη. Το έργο του στηρίζεται σε ένα αυστηρά πειθαρχημένο σύστημα γνώσης που αγκαλιάζει με φιλοσοφική στωικότητα τη σκέψη και τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Διαλογιζόμενος κατά καιρούς, πάνω στην προσωπικότητα του ίδιου και τις μορφές που έχει δημιουργήσει τον χαρακτήρισα ως ‘φιλόσοφο των βότσαλων’, τον θεώρησα ‘πρότυπο της σύγχρονης ασκητικής’, ‘γλύπτη των σύγχρονων μορφών αγιοσύνης’ και καθένα έργο του ως ξεχωριστό ‘διαπασών της πνευματικότητας’, μία διαφορετική πηγή διανομής ενέργειας και εσωτερικής ακτινοβολίας.
Ο Άγγελος Μακρίδης επιβάλλεται με τη λιτή και απέριττη παρουσία του στο χώρο και δίνει την εντύπωση περισσότερο ενός κοσμοκαλόγερου που κάνει τέχνη για την ψυχή του παρά ενός επαγγελματία καλλιτέχνη που αγωνιά να βρίσκεται στην επικαιρότητα και την πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας. Οι εικόνες του είναι βαθυστόχαστες, διεισδυτικές, αναλυτικές, συνθετικές και διαφορετικές. Συνολικά στο έργο του, κυριαρχεί μία λιτότητα που ξεπερνάει την επικαιρότητα. Για τον καλλιτέχνη, η δημιουργία του έργου τέχνης δεν είναι αποκωδικοποίηση μυστηρίων, αινιγμάτων ή αποκάλυψη μυστικών. Δεν είναι ακόμη θεολογική αποκάλυψη, ούτε φιλοσοφικό δόγμα που αντανακλά τις κοινωνικές δομές του συστήματος. Κάθε έργο του είναι το απαύγασμα μίας βιωματικής εμπειρίας που συνεχώς διερευνάται. Άλλοτε έχει θεολογικό περιεχόμενο (η σειρά με τους ‘Αγίους’ και τα ‘Αναθήματα’), άλλοτε εθνολογικό (το περιβάλλον που διαμόρφωσε στην Μπιενάλε Βενετίας το 1988, ‘Η Βάρκα Με Τον Τσιμεντένιο Κύκλο’), άλλοτε ιστορικό με αναφορές στην αρχαιολογία (‘Η Μάσκα Των Μυκηνών’, ‘Κεφάλι Του Αλεξάνδρου’, ‘Σταυρόσχημα Ειδώλια’), υπαρξιακό (‘Πήλινο Γυναικείο Σώμα’, ‘Πέλματα’), φιλοσοφικό (‘Μπαστούνια’, ‘Μεγάλο Σπίρτο’, ‘Γεωμετρικές Σωρεύσεις Λίθων’, ‘Ζυγαριές’), μυθολογικό (διερεύνηση του μύθου της Αφροδίτης), ψυχαναλυτικό (‘Άνθρωπος Μπροστά στον Καθρέπτη’, ‘Άνθρωπος Μπροστά σε Κρεμασμένο Κομμάτι Κρέας’), ερωτικό (‘Κόκκινο Πέος’) αλλά ποτέ μεταφυσικό με την έννοια του απόκρυφου. Όσοι παρατηρήσουν κάποια μακρινή σχέση με τις εικόνες του υπερρεαλισμού πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι ο υπερρεαλιστής καλλιτέχνης ενδιαφέρεται να ξεδιπλώσει στο κοινό την ενέργεια της εικόνας καθώς αυτή μεταμορφώνεται υπακούοντας στην ποιητική του αυτοματισμού. Με διαφορετική πρόθεση ο Μακρίδης από τους υπερρεαλιστές, προβάλλει την πνευματικότητα ως απορρέουσα ενέργεια της εικόνας του, ένα απόσταγμα σοφίας της γνώσης που καταγράφεται στις στενόμακρες γλυπτές και ζωγραφικές μορφές. Οι εικόνες του είναι κατά βάση ποιητικές, αποκυήματα της εσωστρέφειας με την οποία αντιμετωπίζει τον κόσμο και τα προκαθορισμένα κοινωνικά μοντέλα. Άλλοτε εμπεριέχουν θεολογικά νοήματα που ξεπηδούν από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, άλλοτε εσωκλείουν στοιχεία εθνολογικών παρατηρήσεων που δικαιολογεί η συνύπαρξη με τους Τουρκοκύπριους, άλλοτε ιστορικές αναφορές που επιβεβαιώνουν οι αρχαιολογικές έρευνες στο νησί. Η βιωματική εμπειρία στην διχοτομημένη Κύπρο εγγράφεται έντονα στους σύγχρονους καλλιτέχνες του νησιού, που επιχειρούν να διαρρήξουν τις τοπικές αντιλήψεις και να αναπτύξουν έναν γόνιμο πολιτισμικό διάλογο με την τουρκοκυπριακή εθνότητα. Ο φιλότεχνος ενώπιος των γλυπτών του Άγγλου Μακρίδη, καθηλώνεται στη απέριττη παρουσία των μορφών. Αρκετά εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία που χρησιμοποιεί, παραπέμπουν σε οροθετημένους χώρους της τέχνης -στην ιδεοκρατική τέχνη, στην τέχνη του ελάχιστου, στην τέχνη του αντικειμένου, στην τέχνη της ιταλικής Transavantgardia- χωρίς όμως να μπορούν να ενταχτούν απόλυτα στα γνωστά κλισέ τους. Το μέγεθος και το εύθραυστο της κατασκευής αναδεικνύουν την απόλυτη λειτουργικότητά των στοιχείων στο χώρο.
Στα έργα του διακρίνουμε 1.έναν μηχανισμό που κινητοποιεί τη λειτουργία της μνήμης και δένει το παρελθόν με το παρόν. Οι μορφές που επινοεί έχουν σημεία αναφοράς στην ιστορία της τέχνης. Έτσι η γνώση είναι απαραίτητος συνοδός να καταλάβει κάποιος την διαφορά που κάνει το έργο του καλλιτέχνη, 2.ότι άξονας της θεματογραφίας του, είναι ο άνθρωπος στον μακρόκοσμο του σύμπαντος, 3.ότι η ποιητικότητα του συνόλου προβάλλεται ως το πληρέστερο μέσον κατανόησης, διανοητικής επεξεργασίας και έκφρασης του κόσμου. Μία εκλεπτυσμένη κλίμακα εικαστικής σημειωτικής τον οδήγησε στη δημιουργία μίας πρωτότυπης τυπολογίας αγίων που ανήκει στο χώρο της Χριστιανικής λατρείας. Από τις αρχές του 1980 που καταπιάστηκε με την απόδοσή τους πάνω σε πέτρα, σε ξύλο και σε γύψο βρέθηκε αντιμέτωπος με τον παλαιοχριστιανικό δυϊσμό που συνδύαζε τα μυθολογικά στοιχεία της αρχαίας παράδοσης με τα θεολογικά νοήματα της νέας θρησκείας. Στην ενότητα των Αγίων, ο Μακρίδης ερεύνησε με σύγχρονους όρους τον μηχανισμό που αποδίδει αγιολογικά χαρακτηριστικά στους κοσμικούς και επίγειους ήρωες. Μία υπερβολικά περίπλοκη διαδικασία άρχισε να ξετυλίγεται καθώς όλο και περισσότερο σχετιζότανε με τον κόσμο των συμβόλων. Οι άγιοι είναι ένα μέτρο για να διαφοροποιηθεί η υλική υπόσταση του ανθρώπου από το πνευματικό, το θείο από ανθρώπινο, το απέριττο από το διακοσμητικό. Στα χέρια του Μακρίδη, ισορρόπησαν ετερόκλητα υλικά και συνδέθηκαν μεταξύ τους σε μνημεία ζωής και πνεύματος. Χρησιμοποίησε ένα ξύλινο μπαστούνι σαν το οστεωμένο σώμα του ασκητή. Απέδωσε την μεταβλητότητα της σκέψης με τον εύπλαστο πηλό και το μαλακό κοτετσόσυρμα, είδε το χαμένο και το κερδισμένο της αγιοσύνης στο σφαιρικό σχήμα της μπίλιας, αντιλήφθηκε την εξακτίνωση της σκέψης σαν πολύχρωμα νήματα τεντωμένα σε χαραγμένο ξύλινο κύκλο. Ο άγιος για χειρός Άγγελου Μακρίδη, είναι ο διαχρονικός οδοιπόρος που συλλογίζεται πάνω στην μοναξιά, δέχεται την ανάβαση και την κατάβαση, διατηρεί της φλόγα μίας εσωτερικότητας άσβεστη. Χωρίς να αποβλέπει στον διδακτικό χαρακτήρα της τέχνης των ιδεαλιστικών και θρησκευτικών καλλιτεχνικών κινημάτων του 19ου αιώνα (Nabis, Συμβολιστές, Ρομαντικοί, Ναζαρινοί, Προραφαηλίτες) ούτε και στην τελεολογική τους σκοπιμότητα να διευρύνουν την περιοχή του υπεραισθητού και της μεταφυσικής, οι Άγιοι του Άγγελου Μακρίδη έχουν έντονο το στοιχείο του εσωτερικού μονόλογου και της θρησκευτικότητας στην πλατιά σημασία της λέξης.
(1992)
Ο Άγγελος Μακρίδης επιβάλλεται με τη λιτή και απέριττη παρουσία του στο χώρο και δίνει την εντύπωση περισσότερο ενός κοσμοκαλόγερου που κάνει τέχνη για την ψυχή του παρά ενός επαγγελματία καλλιτέχνη που αγωνιά να βρίσκεται στην επικαιρότητα και την πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας. Οι εικόνες του είναι βαθυστόχαστες, διεισδυτικές, αναλυτικές, συνθετικές και διαφορετικές. Συνολικά στο έργο του, κυριαρχεί μία λιτότητα που ξεπερνάει την επικαιρότητα. Για τον καλλιτέχνη, η δημιουργία του έργου τέχνης δεν είναι αποκωδικοποίηση μυστηρίων, αινιγμάτων ή αποκάλυψη μυστικών. Δεν είναι ακόμη θεολογική αποκάλυψη, ούτε φιλοσοφικό δόγμα που αντανακλά τις κοινωνικές δομές του συστήματος. Κάθε έργο του είναι το απαύγασμα μίας βιωματικής εμπειρίας που συνεχώς διερευνάται. Άλλοτε έχει θεολογικό περιεχόμενο (η σειρά με τους ‘Αγίους’ και τα ‘Αναθήματα’), άλλοτε εθνολογικό (το περιβάλλον που διαμόρφωσε στην Μπιενάλε Βενετίας το 1988, ‘Η Βάρκα Με Τον Τσιμεντένιο Κύκλο’), άλλοτε ιστορικό με αναφορές στην αρχαιολογία (‘Η Μάσκα Των Μυκηνών’, ‘Κεφάλι Του Αλεξάνδρου’, ‘Σταυρόσχημα Ειδώλια’), υπαρξιακό (‘Πήλινο Γυναικείο Σώμα’, ‘Πέλματα’), φιλοσοφικό (‘Μπαστούνια’, ‘Μεγάλο Σπίρτο’, ‘Γεωμετρικές Σωρεύσεις Λίθων’, ‘Ζυγαριές’), μυθολογικό (διερεύνηση του μύθου της Αφροδίτης), ψυχαναλυτικό (‘Άνθρωπος Μπροστά στον Καθρέπτη’, ‘Άνθρωπος Μπροστά σε Κρεμασμένο Κομμάτι Κρέας’), ερωτικό (‘Κόκκινο Πέος’) αλλά ποτέ μεταφυσικό με την έννοια του απόκρυφου. Όσοι παρατηρήσουν κάποια μακρινή σχέση με τις εικόνες του υπερρεαλισμού πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι ο υπερρεαλιστής καλλιτέχνης ενδιαφέρεται να ξεδιπλώσει στο κοινό την ενέργεια της εικόνας καθώς αυτή μεταμορφώνεται υπακούοντας στην ποιητική του αυτοματισμού. Με διαφορετική πρόθεση ο Μακρίδης από τους υπερρεαλιστές, προβάλλει την πνευματικότητα ως απορρέουσα ενέργεια της εικόνας του, ένα απόσταγμα σοφίας της γνώσης που καταγράφεται στις στενόμακρες γλυπτές και ζωγραφικές μορφές. Οι εικόνες του είναι κατά βάση ποιητικές, αποκυήματα της εσωστρέφειας με την οποία αντιμετωπίζει τον κόσμο και τα προκαθορισμένα κοινωνικά μοντέλα. Άλλοτε εμπεριέχουν θεολογικά νοήματα που ξεπηδούν από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, άλλοτε εσωκλείουν στοιχεία εθνολογικών παρατηρήσεων που δικαιολογεί η συνύπαρξη με τους Τουρκοκύπριους, άλλοτε ιστορικές αναφορές που επιβεβαιώνουν οι αρχαιολογικές έρευνες στο νησί. Η βιωματική εμπειρία στην διχοτομημένη Κύπρο εγγράφεται έντονα στους σύγχρονους καλλιτέχνες του νησιού, που επιχειρούν να διαρρήξουν τις τοπικές αντιλήψεις και να αναπτύξουν έναν γόνιμο πολιτισμικό διάλογο με την τουρκοκυπριακή εθνότητα. Ο φιλότεχνος ενώπιος των γλυπτών του Άγγλου Μακρίδη, καθηλώνεται στη απέριττη παρουσία των μορφών. Αρκετά εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία που χρησιμοποιεί, παραπέμπουν σε οροθετημένους χώρους της τέχνης -στην ιδεοκρατική τέχνη, στην τέχνη του ελάχιστου, στην τέχνη του αντικειμένου, στην τέχνη της ιταλικής Transavantgardia- χωρίς όμως να μπορούν να ενταχτούν απόλυτα στα γνωστά κλισέ τους. Το μέγεθος και το εύθραυστο της κατασκευής αναδεικνύουν την απόλυτη λειτουργικότητά των στοιχείων στο χώρο.
Στα έργα του διακρίνουμε 1.έναν μηχανισμό που κινητοποιεί τη λειτουργία της μνήμης και δένει το παρελθόν με το παρόν. Οι μορφές που επινοεί έχουν σημεία αναφοράς στην ιστορία της τέχνης. Έτσι η γνώση είναι απαραίτητος συνοδός να καταλάβει κάποιος την διαφορά που κάνει το έργο του καλλιτέχνη, 2.ότι άξονας της θεματογραφίας του, είναι ο άνθρωπος στον μακρόκοσμο του σύμπαντος, 3.ότι η ποιητικότητα του συνόλου προβάλλεται ως το πληρέστερο μέσον κατανόησης, διανοητικής επεξεργασίας και έκφρασης του κόσμου. Μία εκλεπτυσμένη κλίμακα εικαστικής σημειωτικής τον οδήγησε στη δημιουργία μίας πρωτότυπης τυπολογίας αγίων που ανήκει στο χώρο της Χριστιανικής λατρείας. Από τις αρχές του 1980 που καταπιάστηκε με την απόδοσή τους πάνω σε πέτρα, σε ξύλο και σε γύψο βρέθηκε αντιμέτωπος με τον παλαιοχριστιανικό δυϊσμό που συνδύαζε τα μυθολογικά στοιχεία της αρχαίας παράδοσης με τα θεολογικά νοήματα της νέας θρησκείας. Στην ενότητα των Αγίων, ο Μακρίδης ερεύνησε με σύγχρονους όρους τον μηχανισμό που αποδίδει αγιολογικά χαρακτηριστικά στους κοσμικούς και επίγειους ήρωες. Μία υπερβολικά περίπλοκη διαδικασία άρχισε να ξετυλίγεται καθώς όλο και περισσότερο σχετιζότανε με τον κόσμο των συμβόλων. Οι άγιοι είναι ένα μέτρο για να διαφοροποιηθεί η υλική υπόσταση του ανθρώπου από το πνευματικό, το θείο από ανθρώπινο, το απέριττο από το διακοσμητικό. Στα χέρια του Μακρίδη, ισορρόπησαν ετερόκλητα υλικά και συνδέθηκαν μεταξύ τους σε μνημεία ζωής και πνεύματος. Χρησιμοποίησε ένα ξύλινο μπαστούνι σαν το οστεωμένο σώμα του ασκητή. Απέδωσε την μεταβλητότητα της σκέψης με τον εύπλαστο πηλό και το μαλακό κοτετσόσυρμα, είδε το χαμένο και το κερδισμένο της αγιοσύνης στο σφαιρικό σχήμα της μπίλιας, αντιλήφθηκε την εξακτίνωση της σκέψης σαν πολύχρωμα νήματα τεντωμένα σε χαραγμένο ξύλινο κύκλο. Ο άγιος για χειρός Άγγελου Μακρίδη, είναι ο διαχρονικός οδοιπόρος που συλλογίζεται πάνω στην μοναξιά, δέχεται την ανάβαση και την κατάβαση, διατηρεί της φλόγα μίας εσωτερικότητας άσβεστη. Χωρίς να αποβλέπει στον διδακτικό χαρακτήρα της τέχνης των ιδεαλιστικών και θρησκευτικών καλλιτεχνικών κινημάτων του 19ου αιώνα (Nabis, Συμβολιστές, Ρομαντικοί, Ναζαρινοί, Προραφαηλίτες) ούτε και στην τελεολογική τους σκοπιμότητα να διευρύνουν την περιοχή του υπεραισθητού και της μεταφυσικής, οι Άγιοι του Άγγελου Μακρίδη έχουν έντονο το στοιχείο του εσωτερικού μονόλογου και της θρησκευτικότητας στην πλατιά σημασία της λέξης.
(1992)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)